χωρητικός
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
ή, όν,
A able to contain, ὑγρότητος Sch.Ptol.19. 2 capable of, ἄνθρωπος ζῷον λογισμοῦ χ. Ael.NA2.11, cf. S.E.P.3.121. Adv. -κῶς Suid. s.v. χανδόν.
German (Pape)
[Seite 1387] fassend, in sich begreifend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωρητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ χωρήσῃ, νὰ περιλάβῃ τι, δεκτικός, λογισμοῦ Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 11, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 121. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de contenir, gén..
Étymologie: χωρέω.