ἀνάλγητος

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλγητος Medium diacritics: ἀνάλγητος Low diacritics: ανάλγητος Capitals: ΑΝΑΛΓΗΤΟΣ
Transliteration A: análgētos Transliteration B: analgētos Transliteration C: analgitos Beta Code: a)na/lghtos

English (LSJ)

ον,

   A without pain, and so:    I of persons, insensible to pain or danger, Meliss. ap. Arist.Xen.974a19, cf. EN1115b26.    2 unfeeling, hard-hearted, ruthless, S.Aj.946 (lyr.); -ότερος εἶναι to feel less resentment, Th.3.40: c. gen., ἀ. γενέσθαι τινός to be ins nsible to, Plu.Aem.35. Adv. -τως unfeelingly, S.Aj.1333; callously, ἀ. ἀκούειν Plu.2.46c.    II of things, not painful, ἀνάλγητα (sc. πράγματα) a lot free from pain, S.Tr.126.    2 cruel, πάθος E.Hipp.1386 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 195] schmerzlos, τὸ ἀν., Schmerzlosigkeit, Freiheit von Schmerz, Soph. Tr. 126, ch.; gew. unempfindlich, hart, Soph. Ai. 927; τὴν ὀσφύν Luc. Tim. 13; milder ist zu nehmen ἀναλγητότεροι φανῆναι, weniger empfindlich erscheinen, sich weniger gekränkt fühlen, Thuc. 3, 40; ἀν. εἶναί τινος, unempfindlich für etwas sein, Plut. Aem. Paul. 35. – Adv. ἀναλγήτως, Soph. Ai. 1312.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλγητος: -ον, ἄνευ ἄλγους, καὶ ἑπομένως: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, ἀδιάφορος, εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ ἀνάλγητος, εἰ μηθὲν φοβοῖτο, μήτε σεισμὸν μήτε κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - ἀόργητος, ἀντίθετον τῷ ὀργίλος, ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων πρός τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ τέλος. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, σκληροκάρδιος, ἀνοικτίρμων, Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος εἶναι, ἧττον εὐαίσθητος, ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: μετὰ γεν., ἀν. εἶναί τινος, ἀναίσθητος πρός τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἄνευ ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) σκληρός, ἀνηλεής, πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. en parl. de choses qui ne cause pas de douleur, exempt de douleur;
II. en parl. de pers.
1 insensible à la douleur ; au mor. engourdi, insensible;
2 insensible à la douleur (d’autrui), dur, cruel.
Étymologie: ἀ, ἀλγέω.