συνείρω
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
Aeol. aor. part. fem. συνέρραις (α) dub. in Sapph.78:—
A string together, Ar.Av.1079; ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλοις Pl.Lg. 654a; σ. [ὀνόματα] connect them with their roots, Id.Cra.425b; σ. ἐπανελθόντες ἐπὶ τὴν ἀρχὴν μέχρι τῆς τελευτῆς τὸν λόγον trace its connexion, Id.Plt.267a; σ. [τοὺς κύνας] ἀπό τινος lead them on connectedly from a point, X.Cyn.6.21; σ. στεφάνους Aristid.1.143J.; ὄρπακας ἀνήτοιο (-τω codd.) Sapph. l.c.:—Pass., συνείρεται τὸ ἐφεξῆς is closely connected, follows of itself, Arist.GA741b9, cf. GC336b33; συνειρομένη πραγματεία a connected system, Id.Metaph.986a7. II in speaking, freq. in a disparaging sense, σ. λόγους ἀπνευστεί D.18.308; συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ' οὔπω Arist.EN1147a21, cf.Phld.Rh.1.247 S.; ὑπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἑπτὰ καὶ πέντε στίχους σ., in a breath, Plb.10. 47.9; σ. λήρους Luc.Tim.9, cf. Nigr.8, Bacch.7; also simply of a continuous speech, σ. καθ' ἓν ἕκαστον Isoc.15.184; σ. τὰς ἑξῆς πράξεις D.S.16.76; τὴν κατηγορίαν Luc.Pisc.22; τὸ γνῶθι σαυτὸν πολλάκις Id.DMort.2.2. 2 seemingly intr. (sc. λόγους), discourse, περὶ τῆς κλοπῆς Id.Prom.5; connect one's reasoning, continue the subject, Arist.Top.158a37, Metaph.995a10, 1093b27; σ. εἰς τὸ πρόσω Id.Div. Somn.464b4; ἀπὸ τῶν εἰρημένων Id.GA716a4: and then, more generally, continue, c. part., συνεῖρον ἀπιόντες, i.e. they went off without pausing, X.Cyr.7.5.6; σ. κινούμενος continue moving, Arist.Ph.262a16, cf. Diocl.Fr.142: abs., to be continuous or connected, Arist.SE 175a30, Mete.362b29, GC318a13, al., Epicur.Ep.3p.64U.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. εἴρω), zusammenknüpfen, anreihen; τοὺς σπίνους, Ar. Av. 1079; κύνας, Xen. Cyn. 6, 21; ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλους ξυνείροντας, Plat. Legg. II, 654 a; Folgende; ἀτάκτως συνείρων, Luc. Nigr. 8; συνείρωμεν τὸν λόγον, Plat. Polit. 267 a; auch ohne λόγον, eine zusammenhangende Rede halten, vgl. λόγους τούτους συνείρει σαφῶς καὶ ἀπνευστί, Dem. 18, 308; ἀτάκτως συνείρων, Luc. Nigr. 8, vgl. Somn. 8; auch zusammenhangend lesen, Pol. 10, 47, 9; mit u. ohne ὁδόν, zusammengehen; συνεῖρον ἀπιόντες, Xen. Cyn. 7, 5, 6; – ἀρχὰς ὑποτίθεσθαι, αἳ ἐπιπολὺ δύνανται συνείρειν, Arist. gen. anim. 2, 1, vielumfassende Principien.
Greek (Liddell-Scott)
συνείρω: συνάπτω κατὰ σειράν, «ἀραδιάζω», Λατ. connectere, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1079· ᾠδαῖς τε καὶ ὀρχήσεσιν ἀλλήλοις συνείρονται, χορούς τε ὠνομακέναι τὸ παρὰ τῆς χαρᾶς ἔμφυτον ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 654Α· συν. [ὀνόματα], σχετίζω αὐτὰ μετὰ τῶν ῥιζῶν αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατὺλ. 425Β ξ. ἐπανελθόντες ἐπὶ τὴν ἀρχὴν μέχρι τῆς τελευτῆς τὸν λόγον, ἀναζητεῖν κατὰ σειρὰν τὴν συνέχειαν τοῦ λόγου, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 267Α· σ. τοὺς κύνας ἀπό τινος, ἄγω αὐτοὺς συνημμένους ἀπό τινος σημείου, Ξεν. Κυν. 6, 21· σ. στεφάνους Ἀριστ. 1. 143, κτλ. ― Παθ., συνείρεται τὸ ἐφεξῆς, στενῶς σχετίζεται, ἀκολουθεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 9, πρβλ. π. Γεν. κ. Φθορ. 2. 10, 11· συνειρομένη πραγματεία, συνεχὲς σύστημα, 1. 5, 3. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου ὁμιλίας, συχνάκι, ὡς ὀνειδισμός, συν. λόγους ἀπνευστὶ (ἴδε ἐν λ. ἀπνευστί), Δημ. 328. 12· συνείρουσι μὲν τοὺς λόγους, ἴσασι δ’ οὐ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 3, 8· ὑπὸ τὴν ἀναπνοὴν ἑπτὰ καὶ πέντε στίχους σ., μὲ μίαν ἀναπνοήν, Πολύβ. 10. 47, 9· συν. λήρους Λουκ. Τίμ. 9, πρβλ. Νιγρ. 8, Διόνυσ. 7· ― ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς ἐπὶ διηγήσεως λεπτομεροῦς, σ. καθ’ ἓν ἕκαστον Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 184· σ. τὰς ἑξῆς πράξεις Διόδ. 16. 76· τὴν κατηγορίαν Λουκ. Ἁλιεὺς 22· τὸ γνῶθι σεαυτὸν πολλάκις ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 2. 2. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ λόγου), συναρμολογῶ τὸν συλλογισμόν, ἐξακολουθῶ να ὁμιλῶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως, μετὰ μετοχ., συνεῖρον ἀπιόντες, δηλ. ἀπῆλθον χωρὶς νὰ σταθῶσί που, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· σ. κινούμενος, συνεχῶς κινοῦμαι, ἐξακολουθῶ κινούμενος, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 5· ― ἀπολ., εἶμαι συνεχὴς ἢ συνημμένος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 16, 5, Μετεωρ. 2. 5, 17, π. Γεν. κ. Φθορ. 1. 13, 11, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. συνεῖρον et ao. συνεῖρα;
I. tr. 1 lier ensemble, acc.;
2 rattacher à ; p. anal. mettre à la suite l’un de l’autre, énumérer, répéter ; prononcer de suite, sans s’interrompre ; avec ironie débiter tout d’une haleine;
II. intr. faire une marche sans s’arrêter.
Étymologie: σύν, εἴρω.