διάκονος

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκονος Medium diacritics: διάκονος Low diacritics: διάκονος Capitals: ΔΙΑΚΟΝΟΣ
Transliteration A: diákonos Transliteration B: diakonos Transliteration C: diakonos Beta Code: dia/konos

English (LSJ)

[ᾱ], Ion. διήκονος, ὁ, later διάκων (q.v.):—

   A servant, Hdt. 4.71,72, PFlor.121.3 (iii A.D.), etc.; messenger, A.Pr.942, S.Ph. 497; ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. Id.Fr.133:—as fem., Ar.Ec.1116, D. 24.197.    2 attendant or official in a temple or religious guild, Inscr.Magn.109,217, IG9(1).486 (Acarnania, ii/i B.C.), 4.774.12 (Troezen, iii B.C.): fem., CIG3037 (Metropolis in Lydia):—esp. in the Christian church, deacon, 1 Ep.Ti.3.8, etc., POxy.1162.3 (iv A.D.): fem., deaconess, Ep.Rom.16.1.    II as Adj., servile, menial, ἐπιστήμη Pl.Plt.290c: irreg. Comp. διᾱκονέστερος Epich.159Ahr. (Cf. ἐγ-κονέω, ἀ-κονιτί.)

Greek (Liddell-Scott)

διάκονος: [ᾱ], Ἰων. διήκονος, ὁ, ὑπηρέτης, θεράπων, Λατ. minister, Ἡρόδ. 4. 71, 72, κτλ.· ἄγγελος, ἀναγγέλλων τι, Αἰσχύλ. Πρ. 942, Σοφ. Φ. 497· ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ δ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 141· - ὡσαύτως ὡς θηλ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1116, Δημ. 762. 4. 2) ὑπηρέτης τῆς ἐκκλησίας, διάκονος, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 8, κτλ.· καὶ ἐν τῷ θηλ. = διακόνισσα, Ἐπ. Ρωμ. 16. 1. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὑπηρετῶν, ὑπηρετικός, χρήσιμος, Πλάτ. Πολιτ. 290C· ἀνώμαλ. συγκρ. διᾱκονέστερος Ἐπίχ. 159 Ahr. (Ὁ Βούττμ., Λεξιλ. ἐν λ. διάκτορος 3, νομίζει πιθανὸν ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ διώκω. - Ἡ παλαιὰ παραγωγὴ ἐκ τοῦ διά, κόνις, ὁ κατασκονισμένος ἕνεκα τῆς σπουδῆς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν (πρβλ. κονίω), εἶνε ἀπαράδεκτος, ἂν μὴ δι’ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ τοὐλάχιστον ἕνεκα τῆς ποσότητος τοῦ α).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
serviteur, servante.
Étymologie: DELG διά « de tous les côtés, complètement » et thème *-kono que l’on trouve dans le myc. kasikono « ouvrier, compagnon ».