σήμερον

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήμερον Medium diacritics: σήμερον Low diacritics: σήμερον Capitals: ΣΗΜΕΡΟΝ
Transliteration A: sḗmeron Transliteration B: sēmeron Transliteration C: simeron Beta Code: sh/meron

English (LSJ)

Adv.

   A to-day, Il.7.30, Od.17.186, E.Rh.683, PHib.1.65.13 (iii B.C.), SIG1181.11 (Rhenea, ii B.C.), Ev.Matt.27.19, etc.; Dor. σάμερον [ᾱ] Pi.O.6.28, P.4.1; Att. τήμερον Cratin.123, Ar.Eq.68, etc., cf. Moer.p.364 P. (though σήμερον is sts. found in Com., Hermipp.80, Philem.121); εἰς τ. Pl.Smp.174a; τὸ τ. ib.176e; τὸ τ. εἶναι to-day, Id.Cra.396e; ἡ τ. ἡμέρα D.4.40; also in the form τήμερα Ar.Fr.401 (s.v.l.), cf. 296. (Prob. fr. κyᾱμερον, containing stem [kcirc ]yo- 'this', cf. Lith. šis 'this', Lat. ci-tra: σήμερον (τήμερον) is to ἡμέρα as σῆτες (τῆτες) to ἔτος.)

German (Pape)

[Seite 875] adv., heute; Hom.; ἡ σήμερον, sc. ἡμέρα, der heutige Tag; att. τήμερον, w. m. s., dor. σάμερον, Pind. Ol. 6, 28 P. 4, 1. 12, 29; Eur. Rhes. 683.

Greek (Liddell-Scott)

σήμερον: Ἐπίρρ., σήμερον, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Η. 30, Ὀδ. Ρ. 186, κτλ., Εὐρ. Ρῆσ. 683· Δωρ. σάμερον Πινδ. Ο. 6.47, Π. 4.1· - ὁ συνήθης Ἀττ. τύπος ἦτο τήμερον, Κρατῖν. ἐν «Νομ.» 6, Ἀριστοφ. Ἱππ. 68, κτλ., Piers. εἰς Μοῖριν σ. 364· (ἂν καὶ ὁ τύπος σήμερον ἀπαντᾷ ἐνιαχοῦ τῶν κωμικῶν ποιητῶν, Ἕρμιππος ἐν Ἀδήλ. 29)· εἰς τήμερον Πλάτ. Συμπ. 174Α· τὸ τήμερον αὐτόθι 176Ε· τὸ τ. εἶναι, διὰ τὴν σήμερον, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 396D· ἡ τ. ἡμέρα Δημ. 51.23· - ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ τήμερα («σήμερα») Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 354. (Τὸ σ ἢ τ πιθανῶς προυτάχθη ἁπλῶς χάριν τῆς προφορᾶς· πρβλ. τὸ Σανσκρ. sa, sá (oὗτος, ἐκεῖνος, Ἀγγλ. he, she)· - τὸ σήμερον (τήμερον) σχετίζεται πρὸς τὸ ἡμέρα, ὡς τὸ σῆτες (τῆτες) πρὸς τὸ ἔτος). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σήμερον· αὐτίκα. ταχύ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 331.

French (Bailly abrégé)

att. τήμερον;
adv.
aujourd’hui ; ἡ τήμερον ἡμέρα, abs.σήμερον (ἡμέρα) PLUT le jour d’aujourd’hui, aujourd’hui.
Étymologie: préfixe pron. *σα- ou *τα-, de ὁ, ἡ, τό, et ἡμέρα.