λιπαρής

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑπᾰρής Medium diacritics: λιπαρής Low diacritics: λιπαρής Capitals: ΛΙΠΑΡΗΣ
Transliteration A: liparḗs Transliteration B: liparēs Transliteration C: liparis Beta Code: liparh/s

English (LSJ)

ές,

   A persisting or persevering in a thing, earnest, indefatigable, περί τινος Pl.Cra.413a; περί τι, πρός τι, Id.Hp.Mi.369d, 372b: also c. gen., παιδείας Luc.Am.6.    2 of things, λ. χειρουργία Ar.Lys.672; προθυμία Luc.Abd.4; λ. πυρετός an obstinate fever, Id.Hist.Conscr.1.    II earnest in begging or praying, importunate, c. part., λ. ἦσαν δεόμενοι Plu.TG6; ἀκοῦσαί τι βουλόμενοι λ. ἦσαν Id.2.665e; λ. χείρ a hand instant in prayer, S.El.1378: c. gen., fawning upon, τῶν ἐν ἐξουσίᾳ Plu.2.776b; τὸ λ. importunity, Luc.Herm.24; πρὸς τὸ λ., = λιπαρῶς, S.OC1119.    III Adv. -ρῶς earnestly, importunately, Pl.Lg.931c; λ. ἔχων ἀκούειν longing earnestly to hear, Id.Prt.315e; λ. ἔχω γίγνεσθαί τι I am importunate in desiring that... ib.335b.

Greek (Liddell-Scott)

λῑπᾰρής: -ές, ἐπιμένων, ἐπιμόνως ἐμμένων ἔν τινι, πρόθυμος, θερμός, ἀκούραστος, περί τινος Πλάτ. Κρατ. 413Α· περί τι, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 369Ε, 372Β· ὡσαύτως μετὰ γεν., παιδείας Λουκ. Ἔρωτ. 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λ. χειρουργία Ἀριστοφ. Λυσ. 672· προθυμία Λουκ. Ἀποκηρυττ. 4· λ. πυρετός, ἐπίμονος πυρετός, ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1. ΙΙ. θερμῶς αἰτῶν, ἐνθέρμως παρακαλῶν, ἐνοχλητικός, μετὰ μετοχ., λ. εἶναι δεόμενος Πλουτ. Τ. Γράκχ. 6· ἀκοῦσαι βουλόμενοι λ. ἦσαν ὁ αὐτ. 2. 665Ε· ‒ λ. χείρ, ἐπιμένουσα ἐν τῇ δεήσει, τῇ ἱκεσίᾳ, Σοφ. Ἠλ. 1378 (περὶ τοῦ στίχ. 451, ἴδε ἐν λ. ἀλιπαρής)· ‒ τὸ λιπαρές, ἐπίμονος ἱκεσία, Λουκ. Ἑρμότ. 24· πρὸς τὸ λ. = λιπαρῶς, Σοφ. Ο. Κ. 1119. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., -ρῶς, θερμῶς, ἐνθέρμως, ἐπιμόνως, Πλάτ. Νόμ. 931C· λ. ἔχων ἀκούειν, ἐπιθυμῶν σφοδρῶς νὰ ἀκούσω, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 315Ε· λ. ἔχω γίγνεσθαί τι, ἐπιμόνως ἐπιθυμῶ νά..., αὐτόθι 335Β. (Πιθανῶς ἐκ √ ΛΙ, πρβλ. λίπτομαι, λιλαίομαι). [ῑ ἀείποτε. Blomf εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 529· πρβλ. λῐπαρός ἐν τέλ.].

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’attache à, persistant, tenace :
1 en parl. de pers. λιπαρεῖς ἦσαν δεόμενοι PLUT ils demandaient avec persistance;
2 en parl. de choses λιπαρὴς προθυμία LUC zèle infatigable ; λιπαρὴς πυρετός LUC fièvre incessante ; λιπαρὴς χείρ SOPH main qui ne se lasse pas (d’apporter des offrandes), propr. qui s’attache à l’autel ; τὸ λιπαρές, importunité ou insistance.
Étymologie: λίπος.