ἀνακινέω
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
(once -άω, imper.
A ἀνακείνα PHolm.20.19), sway or swing to and fro, Hdt.4.94, cf. Hp.VC21. II stir up, awaken, νόσον ἀ. S.Tr.1259; of cocks or quails, stir them up (to fight), Pl.Lg. 789c; ἀ. πόλεμον Plu.Luc.5; ὑπολείμματαστάσεων Pomp.16:—Pass., δόξαι ἀνακεκίνηνται Pl.Men.85c, cf. Pherecyd.102 J. III uproot, τὰς κρηπῖδας Agath.2.1: metaph., τὰ καθεστῶτα Id.4.27.
German (Pape)
[Seite 192] 1) aufwärts bewegen, ἀνακινήσαντες μετέωρον αὐτὸν ῥιπτεῦσι Her. 4, 94; aufregen, νόσον Soph. Trach. 1249; πόλεμον, στάσιν, Plut. Luc. 5 Pomp. 16; αἱ δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat. Men. 85 c; λόγον, Gespräch anregen, Luc. Gall. 27; τὸ πλῆθος D. Hal. 9, 59. – 2) sc. χεῖρας, von Fechtern, die Arme recken und schwingen, um sich zum Kampfe vorzubereiten, vgl. Plat. Legg. VII, 789 c, wo es von dem Aufregen der Hähne zum Kampfe gebraucht ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακῑνέω: μέλλ. -ήσω, κινῶ τῇδε κἀκεῖσε, ἀνακινῶ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 94· ἀνακ. τὰς χεῖρας, ἐπὶ πυκτευόντων, τὸ τοῦ Κικέρωνος brachia concalefacere, πρβλ. ἀνακίνησις. ΙΙ. ἐξεγείρω, ἐξάπτω, Λατ. suscitare, νόσον ἀνακ. (ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ἀμεταβάτως, ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης), Σοφ. Τρ. 1259· ἀνακ. θηρία, ἐξερεθίζω αὐτὰ (εἰς μάχην), Πλάτ. Νόμ. 789C· ἀν. πόλεμον, στάσιν, κτλ., Πλούτ., κτλ.: - Παθ., δόξαι ἀνακεκίνηνται Πλάτ. Μένων 85C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 balancer en tenant suspendu;
2 soulever, remuer ; fig. exciter : νόσον SOPH faire naître une maladie.
Étymologie: ἀνά, κινέω.