σωματοειδής

From LSJ
Revision as of 10:32, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοειδής Medium diacritics: σωματοειδής Low diacritics: σωματοειδής Capitals: ΣΩΜΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sōmatoeidḗs Transliteration B: sōmatoeidēs Transliteration C: somatoeidis Beta Code: swmatoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A bodily, corporeal, Pl.Phd.83d, 86a; τὸ σ. corporeal nature, ib.81b, 81c.    2 incarnate, of a god, Ephor.31 (b) J., Rev.Phil.1930.250 (Egypt, Tab. Defix.).    3 substantial, solid, Thphr. HP5.9.3,Ign.48,al.    II metaph., organic, systematic, ἀπαγγελίαι Arist.Rh.Al.1442b31; ἱστορία Plb.1.3.4. Adv. -δῶς Arist.Rh.Al. 1436a29.

German (Pape)

[Seite 1060] ές, 1) einem Körper ähnlich, von der Art eines Körpers; Plat. Polit. 273 b; καὶ ὁρατὸς τόπος, Rep. VII, 532 c; ποιεῖ σωματοειδῆ τὴν ψυχήν, Phaed. 83 d, dicht, fest. – 2) ein Ganzes, ein System bildend; ἀπαγγελία, Arist. rhet. Alex. 37; ἱστορία, vollständige, zusammenhangende Erzählung, Pol. 1, 3, 4; vgl. Longin. 24, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοειδής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Πλάτ. Φαίδων 83D, 86Α· τὸ σωματοειδές, σωματική, ὑλικὴ φύσις, αὐτόθι 81Β, C, πρβλ. σωματώδης. ΙΙ. μεταφορ., ὀργανικός, συστηματικός, ἐπαγγελία Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 14· ἱστορία Πολύβ. 1. 3, 4. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 29 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la forme ou la consistance d’un corps, corporel, matériel ; τὸ σωματοειδές PLAT nature corporelle.
Étymologie: σῶμα, εἶδος.

Spanish

que tiene aspecto corpóreo