προσάλλομαι

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάλλομαι Medium diacritics: προσάλλομαι Low diacritics: προσάλλομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: prosállomai Transliteration B: prosallomai Transliteration C: prosallomai Beta Code: prosa/llomai

English (LSJ)

   A jump up at, X.Cyr.8.4.20, Arist.HA612a11, Str. 16.4.19, Plu.2.977c; of a wind, Arist.Mu.395a7; π. τῷ στέρνῳ, of the heart, Ruf. Syn.Puls.3.6.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἅλλομαι), hinzu-, hinausspringen; Xen. Cyr. 8, 4, 20; Arist. H. A. 9, 6; Strab. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προσάλλομαι: ἀποθετ., πηδῶ ἐπάνω εἴς τινα ὡς κύων, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20˙ πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 4, Πλούτ. 2. 977C· ἐπὶ ἀνέμου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 16.

French (Bailly abrégé)

f. προσαλοῦμαι, ao. προσηλάμην, etc.
sauter vers, sauter.
Étymologie: πρός, ἅλλομαι.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.)
1. πηδώ επάνω σε κάποιον
2. αναπηδώ για να φτάσω κάτι που βρίσκεται ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἅλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].