παραυδάω
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
A console, encourage (Hom. only in Od.), μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας Od.15.53 ; μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν 16.279, cf. Q.S. 5.261 ; μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι do not coax me thus, to wash, Od.18.178. II c. acc. rei, speak lightly of, make light of, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα 11.488.
German (Pape)
[Seite 505] zureden, trösten, beruhigen; ἀγανοῖς μύθοις, μειλιχίοις ἐπέεσσι, Od. 15, 53. 16, 279; θάνατον παραυδᾶν τινι, Einen über den Tod trösten, 11, 488; c. inf., μὴ ταῦτα παραύδα, κηδομένη περ, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι, 18, 178; einzeln bei sp. D., wie παραυδήσας Qu. Sm. 5, 261.
Greek (Liddell-Scott)
παραυδάω: ὁμιλῶ παρηγορῶν ἢ παραθαρρύνων, μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας, «παραμυθησάμενος» (Σχολ.), Ὀδ. Ο. 53· μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν Π. 279· προσπαθῶ νὰ πείσω τινὰ διὰ πειστικῶν λόγων νὰ πράξῃ τι, παραινῶ, συμβουλεύω, μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι Σ. 178. ΙΙ. μετ. αἰτ. πράγμ., ὁμιλῶ περί τινος ὡς περὶ μικροῦ πράγματος, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα Λ. 487. - Οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 consoler par des paroles, acc. ; θάνατόν τινι OD consoler qqn de la mort;
2 conseiller de, inf..
Étymologie: παρά, αὐδάω.
English (Autenrieth)
imp. παραύδᾶ, aor. part. παραυδήσᾶς: try to win over by address, persuade, urge; θάνατόν τινι, ‘speak consolingly of,’ ‘extenuate,’ Od. 11.488. (Od.)