λειμών

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμών Medium diacritics: λειμών Low diacritics: λειμών Capitals: ΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: leimṓn Transliteration B: leimōn Transliteration C: leimon Beta Code: leimw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A any moist, grassy place, meadow, Il.2.467, etc.; ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Od.5.72; μαλακὸς λ. Hes.Th.279; βαθύς A.Pr.653; λ. βούχιλος, βουθερής, Id.Supp.540 (lyr.), S.Tr.188: metaph., λειμῶνα Μουσῶν δρέπων Ar.Ra.1300; ἐς λειμῶνα ποταμίων ποτῶν into the smooth river-water, S.Fr.659; χυτῆς λειμὼν θαλάσσης, of a sponge, AP6.66.7 (Paul. Sil.); πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνας ἀφθόνους Pl.Sph.222a, cf. Phdr.248c.    2 flowers, Ὧραι λειμῶνας βρύουσι Him.Or.1.19.    II pudenda muliebria, E.Cyc.171.    III later, freq. metaph. for any bright, flowery surface, as a blooming face, a peacock's tail, Ach.Tat.1.19, 1.16; an embroidered robe, λ. ὁ περὶ τὰς ἐσθῆτας Philostr.Im.2.1; also λ. λέξεων, title of work by Pamphilus, Suid.Praef., cf. Plin.HN Praef.24, Gell. Praef.6:—and as Dim. λειμωνάριον, τό, Phot.Bibl.p.161 B.

German (Pape)

[Seite 23] ῶνος, ὁ (λείβω), jeder feuchte u. deshalb grasreiche Ort, Aue, Wiese, ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου ἤνθεον, Od. 5, 72 u. öfter; μαλακός auch Hes. Th. 279 u. a. D.; βαθύς, βούχιλος, χιονόβοσκος, Aesch. Prom. 656 Suppl. 535. 554; βουθερής, Soph. Trach. 187 u. öfter, wie Eur. u. Ar.; in Prosa, Xen. Cyr. 1, 4, 11 u. sonst; übertr. sagt Plat. Soph. 222 a πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνας ἀφθόνους, die reichen Auen des Reichthums; u. so ähnl. öfter bei Plut. u. a. Sp. Auch von blühender Gesichtsfarbe, u. übh. von jeder mit lebhaften, bunten Farben gezierten Fläche, z. B. dem Pfauenschweif, Achill. Tat. 1, 16; vgl. Ael. H. A. 5, 21; σπόγγος heißt λειμὼν χυτῆς θαλάσσης, Phil. 52 (VI, 60). – Wie κῆπος auch τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Eur. Cycl. 173.

Greek (Liddell-Scott)

λειμών: -ῶνος, ὁ, (λείβω) νοτερὸς καὶ ποώδης τόπος, λιβάδιον, Ἰλ. Β. 467, κτλ.· ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72· λ. μαλακὸς Ἡσ. Θ. 279· βαθὺς Αἰσχύλ. Πρ. 653· βούχιλος, βουθερὴς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 540, Σοφ. Τρ. 188· - μεταφ., λειμῶνα Μουσῶν δρέπειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1300· ἐν λειμῶνι ποταμίων ποτῶν, ἐν τῷ λείῳ ποταμίῳ ὕδατι (πρβλ. ἄλσος καὶ Neptunia prata ἐπὶ τῆς θαλάσσης), Σοφ. Ἀποσπ. 587· ἐν Ἀνθ. Π. 6. 66 ὁ σπόγγος καλεῖται χυτῆς λειμὼν θαλάσσης· καὶ παρὰ Πλάτ. ἔχομεν πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνες Σοφ. 222Α, πρβλ. Φαῖδρ. 248Β. ΙΙ. ὡς τὸ κῆπος, γυναικεῖον αἰδοῖον, Εὐρ. Κύκλ. 171. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., συχν. μεταφ. ἐπὶ πάση λαμπρᾶς, ἀνθηρᾶς ἐπιφανείας, οἷον ἐπὶ ἀνθηροῦ προσώπου, ἐπὶ κεντης τῆς ἐσθῆτος, ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ ταῶ, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλ. Τάτ. 478, 486· - ὡσαύτως, λ. λέξεων Σουΐδ. προοίμ., πρβλ. A. Gell. προοίμ. § 6· καὶ ὡς ὑποκορ., λειμωνάριον, τό, τὸ ὄνομα δύο μοναστικῶν βιβλίων περιεχόντων βίους ἀσκητῶν, τὸ Μέγα Λειμωνάριον καὶ τὸ Νέον Λειμωνάριον, Φωτ. Προβλ. σ. 161. 23.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
1 tout lieu humide, pré, prairie, pelouse;
2 fig. abondance de richesse ou de plaisirs, fleur de jeunesse;
3 pudenda muliebria.
Étymologie: cf. λείβω.

English (Autenrieth)

ῶνος: meadow, mead; λειμωνόθεν, from the meadow, Il. 24.451.