ἴδρις

From LSJ
Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδρις Medium diacritics: ἴδρις Low diacritics: ίδρις Capitals: ΙΔΡΙΣ
Transliteration A: ídris Transliteration B: idris Transliteration C: idris Beta Code: i)/dris

English (LSJ)

gen. ἴδριος, Att. ἴδρεως, ὁ, ἡ, neut. ἴδρι: voc.

   A ἴδρι AP9.559 (Crin.), prob. in ib.6.182 (Alex. Magnes.): pl. ἴδριες; also ἴδριδα S.Fr.1056, ἴδριδες Phryn.Com.90 (= Phryn.Trag.22), cf. πολυ-ίδριδι Sapph.166 (but these forms are censured by Hdn.Gr.2.40): (οἶδα):— poet. Adj. experienced, knowing, skilful, ἀνὴρ ἴδρις Od.6.233: c. inf., ἴδριες . . νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν 7.108: c. gen.rei, πόνου καὶ ὀϊζύος Hes.Sc.351; καλῶν Pi.O.1.104; ἔργων Archil.39, cf.A.Ag.446(lyr.), S.El.608, Ichn.124, Call.Jov.74, etc.: in late Prose, ἴ. τῶν οὐρανίων Vett.Val.4.19: with Preps., κατὰ γνώμαν ἴδρις S.OT1087 (lyr.); οὐδὲν ἴδρις Id.OC525 (lyr.); ἐν πολέμοισι D.P.857.    2 as Subst., the provident one, i.e. the ant, Hes.Op.778.

German (Pape)

[Seite 1238] ιος, att. εως, acc. ἴδριδα wird aus Soph. angeführt, wie Phrvnich. ἴδριδες gesagt hatte, s. Schol. Il. 3, 219 (οἶδα, ἴδμεν); kundig, erfahren; ἀνὴρ ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη τέχνην παντοίην Od. 6, 233; c. inf., ἴδριες νῆα ἐλαυνέμεν 7, 108; Hes. Sc. 53; καλῶν ἴδρις Pind. Ol. 1, 104; μάχης Aesch. Ag. 434; τῶν ἔργων Soph. El. 598; κατὰ γνώμην ἴδρις O. R. 1087; κακῶν Eur. Med. 285; sp. D., πάσης ἴδρι (voc.) γεωγραφίης Crinag. 24 (IX, 559); ἐν πολέμοις D. Per. 857. – Bei Hes. O. 776 ist ἴδρις die Ameise, die Vorbedächtige.

Greek (Liddell-Scott)

ἴδρις: γεν. ἴδριος, Ἀττ. ἴδρεως, ὁ, ἡ, οὐδ. ἴδρι· κλητ. ἴδρι Ἀττ.: πληθ. ἴδριες· - τοὺς τύπους ἴδριδι, ἴδριδα, ἴδριδες (ἐν χρήσει ἀναμφιβόλως χάριν τοῦ μέτρου παρὰ τῇ Σαπφοῖ, τῷ Σοφοκλ. καὶ Φρυν.) ἀποδοκιμάζει ὁ Εὐστ. 407. 38, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 219, Ἐτυμ. M. 42 40· (√ϜΙΔ, οἶδα) - ποιητ. ἐπίθ. πεπειραμένος, εἰδήμων, ἴδρις ἀνὴρ Ὀδ. Ζ. 233., Ψ. 160· μετ’ ἀπαρ., ἴδριες... νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν Η. 108· μετὰ γεν. πράγμ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 351, Πινδ. Ο. 1. 167, Τραγ., κλ.· μετὰ προθ., κατὰ γνώμην ἴδρις Ζοφ. Ο. Τ. 1087· οὐδὲν ἴδρις ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 525· ἐν πολέμοις Διον. Π. 857. 2) ἴδρις, μόνον παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, ὁ προνοητικός, δηλ. ὁ μύρμηξ (ὡς ἐν στ. 522, ἀνόστεος, ὁ ἄνευ ὀστῶν, δηλ. ὁ πολύπους 569, φερέοικος, ὁ τὸ οἴκημα μεθ’ ἐαυτοῦ φέρων, ὁ κοχλίας): πρβλ. ἀνθεμουργός.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
savant, instruit, habile : τινος, en qch ; οὐδὲν ἴδρις SOPH qui ne sait rien, ignorant ; avec un inf., habile à faire qch.
Étymologie: R. Ἰδ, savoir ; v. *εἴδω.

English (Autenrieth)

(ϝιδρ.): knowing, skilled, skilful. w. inf., Od. 7.108. (Od.)