τρυφή

From LSJ
Revision as of 17:48, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφή Medium diacritics: τρυφή Low diacritics: τρυφή Capitals: ΤΡΥΦΗ
Transliteration A: tryphḗ Transliteration B: tryphē Transliteration C: tryfi Beta Code: trufh/

English (LSJ)

ἡ, (θρύπτω)

   A softness, delicacy, daintiness, E.Fr.892.4, Pl.Lg.900e, etc.; στολίδος κροκόεσσαν . . τρυφάν (sic leg. pro στολίδα . . τρυφᾶς) E.Ph.1491 (lyr.): pl., luxuries, daintinesses, τ. Τρωϊκαί Id.Or.1113; τρυφὰς τοιάσδε [τρυφᾶν] Id.Ba.970; αἱ ἄγαν τ. Id.Fr.54.2; εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τ. Pl.Alc.1.122c, cf. Lg.637e.    II luxuriousness, wantonness, τῶν γυναικῶν ἡ τ. Ar.Lys.387; τ. καὶ ἀκολασία, τ. καὶ μαλθακία, Pl.Grg.492c, R.590b; ἡ ἐν ἡμέρᾳ τ. 2 Ep.Pet.2.13; ὑπερτεταμένη τ. Sor.2.54: personified, Τρυφῆς πρόσωπον Ar.Ec.973 (lyr.), cf. Alex.230.3.    III daintiness, fastidiousness, ὑπὸ τρυφῆς Ar.Pl.818; ὕβρις ταῦτ' ἐστὶ καὶ πολλὴ τ. Id.Ra.21, cf. Pl. Grg.525a, Arist.Pol.1295b17.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφή: ἡ, (√ΤΡΥ, θρύπτω, ἴδε ἐν λέξ. τείρω)· ― ἁβρότης, λεπτότης, ἁπαλότης, Εὐρ. Ἀποσπ. 881. 4, Πλάτ., κλπ.· στολίδος κροκόεσσαν... τρυφὰν (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ στολίδα... τρυφᾶς) Εὐρ. Φοίν. 1491· ― ἐν τῷ πληθ., τρυφαί, πολυτέλειαι, ἡδυπάθειαι, Λατ. delic e, τρυφαὶ Τρωικαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1113· τρυφὰς τρυφᾶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 970· αἱ ἄγαν τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55. 2. εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφὰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Νόμ. 637Ε. ΙΙ. φιληδονία, ἀσέλγεια, τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ Ἀριστοφ. Λυσ. 387· τρ. καὶ ἀκολασία, τρ. καὶ μαλθακία Πλάτ. Γοργ. 492C, Πολ. 590Β· ― προσωποπ., Τρυφῆς πρόσωπον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 974, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Τοκιστῇ ἢ Καταψευδομένῳ» 1, ἔνθα φέρεται παροξυτόνως Τρύφη. ΙΙΙ. ὑπερηφανία, ἔπαρσις, ἀλαζονεία, δυστροπία, ὑπὸ τρυφῆς Ἀριστοφ. Πλ. 818· ὕβρις ταῦτ’ ἐστὶ καὶ τρυφ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 21, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 mollesse, délicatesse, vie molle et sensuelle ; commodité, bien-être (d’une habitation);
2 dédain, humeur dédaigneuse ou hautaine, orgueil.
Étymologie: θρύπτω.

English (Strong)

from thrupto (to break up or (figuratively) enfeeble, especially the mind and body by indulgence); effeminacy, i.e. luxury or debauchery: delicately, riot.