καλιάς
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = καλιά, hut, AP11.44 (Phld.), Plu.2.418a; chapel, shrine, IG22.1533.5 (iv B. C.), D.H.3.70, Plu.Num.8, etc.; nest, in form καλειάς, Max.Tyr.16.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1308] άδος, ἡ (verwandt mit dem Vorigen), das Hüttchen; λιτή Philodem. ep. (IX, 44); Plut. def. orac. 41; Kapelle, Num. 8 Cam. 32 D. H. 3, 70.
Greek (Liddell-Scott)
καλιάς: -άδος, ἡ = τῷ προηγ., καλύβη, Ἀνθ. Π. 11. 44, Πλούτ. 2. 418Α: ναΐδιον, Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 maisonnette;
2 chapelle.
Étymologie: cf. καλιά.
Greek Monolingual
καλιάς, ἡ (Α)
1. μικρή καλύβα
2. βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καλιός].