ληπτός

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτός Medium diacritics: ληπτός Low diacritics: ληπτός Capitals: ΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: lēptós Transliteration B: lēptos Transliteration C: liptos Beta Code: lhpto/s

English (LSJ)

ή, όν, (λαμβάνω)

   A to be apprehended, λόγῳ καὶ διανοίᾳ Pl.R.529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; πρὸς αἴσθησιν Chryserm. ap. Gal.8.741.    b later, to be apprehended by the senses, opp. νοητός, AP11.354.6 (Agath.).    2 in Stoic philos., acceptable, not to be refused if offered, Stoic.3.32, 34.    II = ἐπίληπτος, Arist.Pr.896b6.

German (Pape)

[Seite 40] adj. verb. zu λαμβάνω, zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ νοητός, Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· ὡσαύτως, λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μήτε νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε προηγμένα. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut prendre ou saisir, particul. par l’intelligence;
2 acceptable.
Étymologie: adj. verb. de λαμβάνω.

Greek Monolingual

ληπτός, -ή, -όν (AM)
αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός
2. αυτός που μπορεί κανείς να τον αποδεχθεί, αποδεκτός
3. συλληφθείς επ' αυτοφώρω
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ληπτά
(φιλοσ.) (στους Στωϊκούς) τα δεκτά πράγματα, δηλ. όσα δεν έπρεπε να αποτελούν σκοπό της ενέργειας του ανθρώπου, αλλά ούτε και να απορρίπτονται από τον άνθρωπο, όταν του προσφέρονταν.
επίρρ...
ληπτῶς (Μ)
με αποδεκτό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω (πρβλ. λήψομαι, λήμμα)].