ἐπαείδω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰείδω Medium diacritics: ἐπαείδω Low diacritics: επαείδω Capitals: ΕΠΑΕΙΔΩ
Transliteration A: epaeídō Transliteration B: epaeidō Transliteration C: epaeido Beta Code: e)paei/dw

English (LSJ)

contr. Att. ἐπᾴδω, fut.

   A -ᾴσομαι Ar.Ec.1153, etc.; -ᾴσω Ach.Tat.2.7:—sing to or in accompaniment, μάγος ἀνὴρ . . ἐ. θεογονίην Hdt.1.132; ᾠδὰν χορῷ E.El.864(lyr.):—Pass., Arr.An.2.16.3.    2 sing as an incantation, ἃ αἱ Σειρῆνες ἐπῇδον τῷ Ὀδυσσεῖ X.Mem.2.6.11; χρὴ τὰ τοιαῦτα ὥσπερ ἐπᾴδειν ἑαυτῷ Pl.Phd.114d, cf. 77e; ἐ. ἡμῖν αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον Id.R.608a; ἐ. τινί sing to one so as to charm or soothe him, Id.Phdr.267d, Lg.812c, al.:—Pass., Porph.Chr.35: abs., use charms or incantations, Pl.Tht.157c; ἐπαείδων by means of charms, A.Ag.1021 (lyr.), cf. Pl.Lg.773d, Tht.149d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαείδω: συνῃρ. Ἀττικ. ἐπᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1153· παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. 2. 7, -ᾴσω. ᾌδω ἐπί τινι ἢ πρός τι, μάγος ἀνήρ... παρεστεὼς ἐπαείδει θεογονίην Ἡρόδ. 1. 132· ᾠδὴν χορῷ Εὐρ. Ἠλ. 864. 2) ᾄδω ὡς ἐπῳδήν, ἃ αἱ Σειρῆνες ἐπῇδον τῷ Ὀδυσσεῖ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 11· χρὴ τὰ τοιαῦτα ὥσπερ ἐπᾴδειν αὐτῷ Πλάτ. Φαίδων 114D, πρβλ. 77Ε· ἐπ. ἡμῖν αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 608Α· ὠργισμένοις ἐπᾴδων κηλεῖν, ἄδειν πρὸς αὐτοὺς οὕτως ὥστε καταπραΰνειν αὐτούς, ὁ αὐτὸς ἐν Φαίδρῳ 267D· ἵνα... ἐπᾴδῃ ταῖς τῶν νέων ψυχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 812C, κ. ἀλλ.· ― ἀπολ., μεταχειρίζομαι ἐπῳδάς, αἱ μαῖαι ἐπᾴδουσαι δύνανται ἐγείρειν τε τὰς ὠδῖνας καὶ μαλθακωτέρας... ποιεῖν ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτ. 149C, 157C· ἐπαείδων, δι’ ἐπῳδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1201, πρβλ. Πλάτ. Νόμους 773D, ἴδε καὶ τὴν λ. ἐπῳδή.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἐπᾴδω.
Étymologie: ἐπί, ἀείδω.

Greek Monolingual

ἐπαείδω και αττ. έπφδω (Α) αείδω
1. τραγουδώ για κάτι, σε κάποια ευκαιρία («άλλ' ἐπάειδε Καλλίνικον ᾠδὰν ἐμῷ χορῷ», Ευ ρ.)
2. τραγουδώ ως επωδή
3. (απολ.) χρησιμοποιώ ξόρκια, επωδές
4. (η μτχ. ως επίρρ.) ἐπαείδων και ἐπᾴδων
με επωδές, με ξόρκια («ἐπᾴδοντα πείθειν πειρᾱσθαι», Πλάτ.).