ἐπαείδω
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
contr. Att. ἐπᾴδω,
A fut. ἐπᾴσομαι Ar.Ec.1153, etc.; ἐπᾴσω Ach.Tat.2.7:—sing to accompaniment or sing in accompaniment, μάγος ἀνὴρ.. ἐ. θεογονίην Hdt.1.132; ᾠδὰν χορῷ E.El.864(lyr.):—Pass., Arr.An.2.16.3.
2 sing as an incantation, ἃ αἱ Σειρῆνες ἐπῇδον τῷ Ὀδυσσεῖ X.Mem.2.6.11; χρὴ τὰ τοιαῦτα ὥσπερ ἐπᾴδειν ἑαυτῷ Pl.Phd. 114d, cf. 77e; ἐ. ἡμῖν αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον Id.R.608a; ἐ. τινί sing to one so as to charm or soothe him, Id.Phdr.267d, Lg.812c, al.:—Pass., Porph.Chr.35: abs., use charms or incantations, Pl.Tht.157c; ἐπαείδων by means of charms, A.Ag.1021 (lyr.), cf. Pl.Lg.773d, Tht.149d.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἐπᾴδω.
Étymologie: ἐπί, ἀείδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαείδω: συνῃρ. Ἀττικ. ἐπᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1153· παρ’ Ἀχιλλ. Τατ. 2. 7, -ᾴσω. ᾌδω ἐπί τινι ἢ πρός τι, μάγος ἀνήρ... παρεστεὼς ἐπαείδει θεογονίην Ἡρόδ. 1. 132· ᾠδὴν χορῷ Εὐρ. Ἠλ. 864. 2) ᾄδω ὡς ἐπῳδήν, ἃ αἱ Σειρῆνες ἐπῇδον τῷ Ὀδυσσεῖ Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 11· χρὴ τὰ τοιαῦτα ὥσπερ ἐπᾴδειν αὐτῷ Πλάτ. Φαίδων 114D, πρβλ. 77Ε· ἐπ. ἡμῖν αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 608Α· ὠργισμένοις ἐπᾴδων κηλεῖν, ἄδειν πρὸς αὐτοὺς οὕτως ὥστε καταπραΰνειν αὐτούς, ὁ αὐτὸς ἐν Φαίδρῳ 267D· ἵνα... ἐπᾴδῃ ταῖς τῶν νέων ψυχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 812C, κ. ἀλλ.· ― ἀπολ., μεταχειρίζομαι ἐπῳδάς, αἱ μαῖαι ἐπᾴδουσαι δύνανται ἐγείρειν τε τὰς ὠδῖνας καὶ μαλθακωτέρας... ποιεῖν ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτ. 149C, 157C· ἐπαείδων, δι’ ἐπῳδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1201, πρβλ. Πλάτ. Νόμους 773D, ἴδε καὶ τὴν λ. ἐπῳδή.
Greek Monolingual
ἐπαείδω και αττ. ἐπᾴδω (Α) αείδω
1. τραγουδώ για κάτι, σε κάποια ευκαιρία («άλλ' ἐπάειδε Καλλίνικον ᾠδὰν ἐμῷ χορῷ», Ευ ρ.)
2. τραγουδώ ως επωδή
3. (απολ.) χρησιμοποιώ ξόρκια, επωδές
4. (η μτχ. ως επίρρ.) ἐπαείδων και ἐπᾴδων
με επωδές, με ξόρκια («ἐπᾴδοντα πείθειν πειρᾶσθαι», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐπαείδω: Αττ. συνηρ. -ᾴδω, μέλ. -άσομαι,
1. τραγουδώ μόνος μου ή με άλλους, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. τραγουδώ μαγικά ξόρκια, συνοδεύω με ωδή, σε Ξεν., Πλάτ.· απόλ., ἐπαείδων, γητεύω με το τραγούδι, μαγεύω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
contr. Attic -ᾴδω fut. -άσομαι
1. to sing to or in accompaniment, Hdt., Eur.
2. to sing as an incantation, Xen., Plat.;—absol., ἐπαείδων by means of charms, Aesch.
German (Pape)
= ἐπᾴδω.