Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόλεκτρος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόλεκτρος Medium diacritics: ὁμόλεκτρος Low diacritics: ομόλεκτρος Capitals: ΟΜΟΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: homólektros Transliteration B: homolektros Transliteration C: omolektros Beta Code: o(mo/lektros

English (LSJ)

ον,

   A sharing the same bed, γυνή E.Or.508 ; but Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, of Tyndareos, as husband of Leda, ib.476 : Subst., wife, AP7.295 (Leon.), IG12(5).307 (Paros), Ath.Mitt.49.117 (Argos).

German (Pape)

[Seite 337] von gemeinschaftlichem Bette, Gattinn, γυνή, Eur. Or. 507.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόλεκτρος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, ὁμόκοιτος, γυνὴ Εὐρ. Ὀρ. 508· ἀλλά, Ζηνὸς ὁμόλεκτρον κάρα, ἐπὶ τοῦ Τυνδάρεω ὡς συζύγου τῆς Λήδας, μεθ’ ἧς ἐκοιμήθη καὶ ὁ Ζεύς, αὐτόθι 476.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage le même lit : époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, λέκτρον.
Syn. ὁμοδέμνιος.

Greek Monolingual

ὁμόλεκτρος, -ον (Α)
1. αυτός που κοιμάται ή κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι με έναν άλλο
2. (το αρσ. και θηλ. ως επίθ. και ως ουσ.) σύζυγοςὁμόλεκτρος γυνή», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό-λεκτρος].