στεφανηφορία
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
Dor. στεφανᾱφ-, ἡ,
A wearing of a wreath, esp. of victory, Pi.O.8.10; νίκας σ. E.El.862 (lyr.); πανήγυριν . . συντελεῖν μετὰ -ίας καὶ θυσιῶν OGI 56.40 (Canopus, iii B.C.), cf. 6.23 (Scepsis, iv B.C.); -ίαν ἄγειν PGiss. 27.8 (ii A.D.). II the right of wearing a crown, which belonged to certain magistrates (v. στεφανηφόρος 11), D.21.33; ταῖς κοιναῖς σ. Lex ap.Aeschin.1.21; πολλὰς . . σ. πεποιηκώς CIG2771 i 4 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), al.
German (Pape)
[Seite 939] ἡ, das Tragen eines Kranzes; στεφαναφορίαν δέξαι, Pind. Ol. 8, 10; Eur. Herc. Fur. 781; νίκας, El. 862, und das Recht dazu, στεφανηφορίαν δοῦναί τινι, neben ἄδειαν u. τιμήν, Dem. 21, 33; Plut. de S. N. V. 13.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηφορία: Δωρικ. στεφανᾱφ-, ἡ, τὸ φορεῖν στέφανον, μάλιστα νίκης, Πινδ. Ο. 8. 13· νίκης στ. Εὐρ. Ἠλ. 862. ΙΙ. τὸ δικαίωμα τοῦ φορεῖν στέφανον, τὸν ὁποῖον εἶχόν τινες τῶν ἀρχόντων (ἴδε στεφανηφόρος ΙΙ), Δημ. 525. 2· ταῖς κοιναῖς στ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 1· πολλὰς ... στ. πεποιηκὼς Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 4, πρβλ. 2814, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
droit de porter une couronne.
Étymologie: στεφανηφόρος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και στεφανοφορία Α στεφανηφόρος
1. το να φορεί κανείς στεφάνι, ιδίως νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», Πίνδ.)
2. (στην αρχαιότητα) α) εορτή ή θυσία κατά την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια
β) το δικαίωμα ορισμένων αρχόντων ή ιερέων να φορούν στέφανο ως ένδειξη του αξιώματός τους.