Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πευκήεις

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πευκήεις Medium diacritics: πευκήεις Low diacritics: πευκήεις Capitals: ΠΕΥΚΗΕΙΣ
Transliteration A: peukḗeis Transliteration B: peukēeis Transliteration C: pefkieis Beta Code: peukh/eis

English (LSJ)

Dor. πευκ-άεις, εσσα, εν,

   A pine-covered, οὔρεα D.P.678; νῆσος Orph.A.1189.    2 of pine or pine-wood, π. σκάφος E.Andr.863 (lyr.); πευκάενθ' Ἥφαιστον the fire of pine-torches, S.Ant.123 (lyr.).    II metaph., sharp, piercing, πευκήεντ' ὀλολυγμόν A.Ch.386 (lyr., codd.; Dind. metri gr. πῠκάεντ', cf. πυκᾶες· ἰσχυρόν, Theognost.Can.23, but πεύκαες· τὸ πικρόν, Hdn.Gr.1.394); πευκᾶεν σέλας ἀστραπῆς A.Fr.25 A; π. κέντρα Opp. H.2.457.

German (Pape)

[Seite 607] εσσα, εν, mit Fichten bewachsen, sichtenreich; οὔρεα, D. Per. 678; νῆσος, Orph. Arg. 1194; aus Fichten gemacht, Ἥφαιστος, d. i. das Feuer der Pechfackeln, Soph. Ant. 123; σκάφος, Eur. Andr. 864; sp. D. – Uebh. scharf durchdringend, herb u. spitz, ὀλολυγμός Aesch. Ch. 381, auch κέντρα, Opp. Hal. 2, 457.

Greek (Liddell-Scott)

πευκήεις: Δωρ. πευκάεις, εσσα, ἐν, κατάφυτος ἐκ πευκῶν οὔρεα Διον. Π. 678· νῆσος Ὀρφ. Ἀργ. 1187. 2) ὁ ἐκ πεύκης ἢ ἐκ ξύλου πεύκης, π. σκάφος Εὐρ. Ἀνδρ. 863· πευκάενθ’ Ἥφαιστον, τὸ πῦρ τῶν ἐκ πεύκης πυρσῶν, Σοφ. Ἀντ. 123. ΙΙ. μεταφορ., διαπεραστικός, ὀξὺς (ἴδε πεύκη ἐν τέλ.), πευκήεντ’ ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Χο. 385 (τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου διορθοῖ πῠκάεντ’ ἐκ τοῦ Θεογνώστ. σ. 23, ὅστις μνημονεύει λέξιν πῠκᾶες, ἥν ἑρμηνεύει ἰσχυρόν)· π. κέντρα Ὀππ. Ἁλ. 2. 457.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
1 fait de bois de pin ; Ἥφαιστος SOPH feu de torches résineuses;
2 perçant, piquant, aigu fig. en parl. de hurlements de douleur.
Étymologie: πεύκη.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πευκάεις, -εσσα, -εν, Α
1. (για τόπο) γεμάτος πεύκα, πευκόφυτος («νῆσον πευκήεσσαν», Ορφ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου («πευκᾱεν σκάφος», Ευρ.)
3. πικρός, διαπεραστικός («πευκαεντ' ὀλολυγμόν», Οππιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].