ποντίζω

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντίζω Medium diacritics: ποντίζω Low diacritics: ποντίζω Capitals: ΠΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: pontízō Transliteration B: pontizō Transliteration C: pontizo Beta Code: ponti/zw

English (LSJ)

   A plunge or sink in the sea, σκάφος A.Ag.1013 (lyr.):—Pass., ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος S.El.508 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 681] ins Meer tauchen, versenken; σκάφος, Aesch. Ag. 985; ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος, Soph. El. 498.

Greek (Liddell-Scott)

ποντίζω: (πόντος) βυθίζω εἰς τὴν θάλασσαν, σκάφος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1014· παθ., ὁ ποντισθεὶς Μυρτίλος Σοφ. Ἠλ. 508.

French (Bailly abrégé)

plonger dans la mer.
Étymologie: πόντος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πόντος
βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ' ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!»
[εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα)
2. (αμτβ.) βυθίζομαι, καταποντίζομαι («ποιος ξέρει σε ποιο στρόφιλο να πόντισα άραγε», Μαλακ.)
3. (κυριολ. και μτφ.) κατακλύζω, πλημμυρίζω
νεοελλ.-μσν.
καταστρέφω, αφανίζω («ὁ κόσμος ἐποντίζετο κι ἡ ἐμὴ γυνὴ ἐστολίζετο», παροιμ. στον Δουκάγγ.).