φρούριον
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
Dor. φρώριον Inscr.Cret.1 xvi 17.15 (Lato, ii B. C.), τό,
A fort, citadel, A.Eu.919 (lyr.), IG12.93.17, etc.; ἀντὶ τοῦ πόλις εἶναι φρούριον κατέστη Th.7.28: esp. hill-fort, as distd. from a fortified town, Id.2.18, 3.18,51, Lys.12.40, X.Cyr.1.4.16, etc.; βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φ. τηροῦντες Men.74; τὰ φ. καὶ τὰ ὅρια τῆς Ἀττικῆς IG22.1028.22. 2 prison, of the body, Pl.Ax.366a. II garrison, of a place, A.Pr.801 (where Sch. also expl. by thing to be guarded against); φυλασσόμεσθα φρουρίοισι E.Or.760 (troch.); πόλεως φ., of the Areopagites, A.Eu.949 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1310] τό (kein dim., wie auch der Accent zeigt), 1) Wachposten, fester Platz, Burg od. Schloß mit Besatzung, Festung; Aesch. Eum. 879; Eur. Or. 758; Thuc. 2, 18, oft; τὰ περὶ τὴν Ἀττικὴν φρούρια καθεῖλον Lys. 12, 40; Plat. Rep. VIII, 561 b; Xen. Cyr. 1, 4,16 u. A., u. Sp., ψυχῆς Polemo 1 (XI, 38); Gefängniß, Plat. Ax. 365 e. – 2) die Besatzung, Aesch. Prom. 803 Eum. 909.
Greek (Liddell-Scott)
φρούριον: τό, (φρουρὸς) ὡς καὶ νῦν, τόπος φυλαττόμενος ὑπὸ φρουρᾶς, ὀχυρὸς ἢ ὠχυρωμένος τόπος, κοινῶς «κάστρον», Αἰσχύλ. Εὐμ. 919, Θουκ., κλπ.· ἀντὶ τοῦ πόλις εἶναι φρούριον κατέστη ὁ αὐτ. 7. 28· μάλιστα δὲ ὀχύρωμα ἐπὶ λόφου ἢ βουνοῦ, πύργος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὠχυρωμένην πόλιν, ὁ αὐτ. 2. 18., 3. 18, 51, Λυσί. 124. 1, Ξεν., κλπ.· βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φρούρια τηροῦντες Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 5· πρβλ. περίπολος Ι. 2) φυλακή, εἱρκτή, Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ΙΙ. ἡ φρουρὰ θέσεώς τινος ἢ ὀχυρώματος, Αἰσχύλ. Προμ. 801 (ἔνθα ὁ Σχολιαστὴς ἔχει καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, πρᾶγμα ὅπερ πρέπει τις νὰ φυλάττηται), φυλασσόμεσθα φρουρίοις Εὐρ. Ὀρ. 760, Θουκ. 2. 93· πόλεως φρ., οἱ Ἀρεοπαγῖται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 949. [Εἶναι ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 poste gardé, particul. citadelle, château fort;
2 garde qui veille sur un poste.
Étymologie: φρουρός.
Greek Monotonic
φρούριον: τό (φρουρός)·
I. παρατηρητήριο, οχυρωμένος τόπος, κάστρο, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
II. φρούριο, οχυρό, λέγεται για τόπο, σε Αισχύλ., Θουκ.