κατείβω
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
poet. for καταλείβω,
A let flow down, shed, τί νυ δάκρυ κατείβετον Od.21.86:—Med., flow apace, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Il.24.794; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ Styx's downward flowing water, Od.5.185: metaph., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών life was flowing, passing away, ib.152: rare in Att., τί δάκρυον κατείβεται; Ar.Lys. 127 (paratrag.). II trans., flood, overflow, metaph., Ἔρος κατείβων καρδίαν Alcm.36:—Pass., overflow with, γλυκερῇ κατείβετο θυμὸν ἀνίῃ, A.R.3.290; κατείβετο θυμὸς ἀκουῇ ib.1131.
German (Pape)
[Seite 1394] poet. = καταλείβω, herabfließen lassen, vergießen; τί νυ δάκρυ κατείβετον Od. 21, 86; öfter in tmesi; θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Il. 24, 794; τί δάκρυον κατείβεται Ar. Lys. 127; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, das abwärts, nach unten fließende, Od. 5, 185; κατείβετο αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ, das Leben verfloß, 5, 152; vgl. Ap. Rh. 3, 1131. – Durch-, überströmen, ἔρως με δ' αὖτε Κύπριδος ἕκατι κατείβων καρδίαν ἰαίνει Alcm. bei Ath. XIII, 600 f.