Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφωΐτερος

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφωΐτερος Medium diacritics: σφωΐτερος Low diacritics: σφωΐτερος Capitals: ΣΦΩΪΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sphōḯteros Transliteration B: sphōiteros Transliteration C: sfoiteros Beta Code: sfwi/+teros

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, possess. Adj. of σφῶϊ, Pron. of 2nd pers. dual,

   A of you two, σ. ἔπος the word of you two, Hera and Athena, Il.1.216.    2 of σφωέ, Pron. of 3rd pers. dual, of them two or both of them, Antim.10,13.    II = σφέτερος in A.R.:    1 for 2nd pers. pl., your own, your, 4.454.    2 for 2nd pers. sg., thine own, thine, thy, 3.395.    3 for 3rd pers. sg., his or her own, 2.465,544, al. (so Theoc.25.55); his or her, 1.643, 3.600.    4 for 3rd pers. pl., their own, 1.1286, Man.2.190.

German (Pape)

[Seite 1053] possess. Adj. 1) der zweiten Person im, dual., σφῶϊ, euer beider, euch beiden eigen, Il. 1, 216. – 2) der dritten Person, im dual., ihrer beider, ihnen beiden eigen, Antimach. bei Apoll. D. de pron. 373. – 3) = σφέτερος, Ap. Rh., sowohl in gerader Form als reflexiv, sein, 1, 643. 3, 600; auch für die 2. Pers. sing., dein, 3, 395; vgl. Theocr. 22, 67.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. poss. au sens :
I. du duel : (2ᵉ pers.) à vous deux (v. σφῶϊ);
II. du sg. :
1 (3ᵉ pers.) son, sa, au sens réfléchi du lat. suus;
2 (2ᵉ pers.) ton, ta.
Étymologie: σφῶϊ.

Greek Monolingual

(I)
-τέρα, -ον, Α
1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του σφῶϊ, αντων. β' προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.)
2. (και για το β' εν. πρόσ.) ο δικός σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. -τερος (πρβλ. ἡμέ-τερος)].———————— (II)
-τέρα, -ον, Α
1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. του σφωέ, αντων. γ' προσ. δυϊκ. αριθ.) αυτός που ανήκει σε αυτούς τους δύο, ο δικός τους
2. αντί της κτητ. αντων. σφέτερος, -τέρα, -ον
3. (και για το γ' εν. πρόσ.) ο δικός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφωέ/σφωϊν (βλ. λ. σφεῖς) + κατάλ. -τερος (πρβλ. σφέ-τερος)].