λήγω

From LSJ
Revision as of 19:20, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήγω Medium diacritics: λήγω Low diacritics: λήγω Capitals: ΛΗΓΩ
Transliteration A: lḗgō Transliteration B: lēgō Transliteration C: ligo Beta Code: lh/gw

English (LSJ)

Ep. aor.

   A ἔλληξα A.R.2.84:—stay, abate, Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα Il.13.424, cf. 21.305; λ. γόον AP7.549 (Leon. Alex., s.v.l.): c. gen., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο would stay my hands from slaughter, Od.22.63.    II more freq. intr., leave off, cease, of speaking, etc., οὐ λήξω, πρὶν . . Il.19.423; οὐδέ τ' ἔληγε θεὸς μέγας 21.248; ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι 9.97, cf. Hes. Op.368; λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν comes to an end at... Hdt.7.216, cf. Th.7.6; ἡ ἡμέρη ἔληγε Hdt.9.52, cf. X.An.7.6.6; of heat, wind, rain, etc., λ. μένος ἠελίοιο Hes.Op.414; λήξαντος οὔρου Pi.P.4.292; ψακὰς λ., νότος λ., A.Ag.1534 (lyr.), S.Aj.258 (anap.); ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Pl.Smp.183e.    2 c. gen., stop, cease from a thing, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατάων, πόνου, χοροῖο, Il.1.319,224, 6.107, Od.13.294, Il.10.164, 3.394; ἀοιδῆς Hes.Th.48 (dub. l.); κλαυμάτων A.Pers.705 (troch.); θρήνων, γόων, S.El.104 (anap.), 353; ὀδύνης Pl.Phdr.255d; λ. τοῦ βίου, i.e. to die, X.Ap.8; φύλλα πτόρθοιο λ. Hes.Op.421; also λ. ἀπ' ἔργων A.R.4.928: c. dat., λ. τῇ αὐθαδίᾳ PTeb.16.9 (ii B.C.).    3 c. part., ὁπότε λήξειεν ἀείδων Il. 9.191, cf. Od.8.87; οὐ πρὶν λήξω . . ἐναρίζων Il.21.224; εὖτ' ἂν φλέγων . . ἥλιος χθόνα λήξῃ A.Pers.365, cf. 831; τὸ σκέλος ῥίψαντες λήγομεν Ar.Pax332; λήγει κινούμενον Pl.Phdr.245c, etc.    4 with Preps., λ. ἔς τι Hdt.4.39, Plot.3.2.2; ἐπὶ τῶν ὀνειδῶν App.Hisp.75 (73).    5 Gramm., terminate, of a word, εἰς ε λ. A.D.Pron.11.9, cf. D.T.639.20; also λήγεσθαι c. dat., μακρᾷ, βραχείᾳ, An.Ox.2. 313.    6 follow logically, Them.in Ph.115.5; τὸ λῆγον, opp. τὸ ἡγούμενον, the consequent, opp.antecedent, Chrysipp.Stoic.2.70, S.E. P.2.111, 112.    7 of months, = φθίνω, IG12(3).325.20 (Thera); also περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν D.24.98; τοῦ χειμῶνος -οντος Th.5.81; so perh. εἰς τὸ λῆγον is to be read for εἰς τὸ λῆγος in Gp.12.1.4.

German (Pape)

[Seite 37] (vgl. λέγω, legen), aufhören lassen, besänftigen, beruhigen; μένος, den Zorn stillen, Il. 13, 424; οὐδὲ Σκάμανδρος ἔληγε τὸ ὃν μένος, ἀλλ' ἔτι μᾶλλον χώετο, 21, 305; auch τινά τινος, οὐδέ κεν ἃς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο, die Hände vom Morden aufhören lassen, Od. 22, 63. – Gew. intr., aufhören, Ggstz von ἄρχομαι, Il. 9, 97; ἀρχομένου δὲ πίθου καὶ λήγοντος κορέσασθαι, Hes. O. 366, wie Theocr. 17, 1 u. in Prosa, ἕωθεν ἀρξάμενοι ἀκούειν τῶν προσιόντων οὐκ ἐλήξαμεν πρόσθεν ἑσπέρας, Xen. Cyr. 7, 5, 42; sich legen, nachlassen, abstehen von Etwas, oft absolut, Il. 21, 248, λήξαντος οὔρου Pind. P. 4, 292, ψεκὰς δὲ λήγει Aesch. Ag. 1516, ὀξὺς νότος ἃς λήγει Soph. Ai. 251, πόνου λήξαντος Phil. 634, öfter, ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Plat. Conv. 183 e; ἡ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen. An. 7, 6, 6, u. sonst; εἴς τι, Her. 4, 39. – Häufiger c. gen., οὐδ' Ἀγαμέμνων λῆγ' ἔριδος, Il. 1, 319, er ließ nicht ab vom Streite, hörte nicht auf zu streiten, öfter χόλοιο, φόνοιο u. ä.; κλαυμάτων λήξασα τῶνδε, Aesch. Pers. 691; ἐξ ὅτου νέας τροφῆς ἔληξε, Soph. O. C. 340; ὕπνου, μόχθου, Eur. Rhes. 71 El. 340; in Prosa sehr geläufig, τῆς ὀδύνης, ἔρωτος, Plat. Phaedr. 240 e 255 d; τῶν πόνων, Isocr. 1, 14; Sp., wie Pol. τῆς ἐπιβολῆς, 4, 82, 2. – Auch c. partic., Τρῶας δ' οὐ πρὶν λήξω ὑπερφιάλους ἐναρίζων, Il. 21, 224, ich werde nicht eher aufhören zu tödten, vgl. 9, 191 Od. 8, 87; εὖτ' ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα λήξῃ, Aesch. Pers. 357; οὐ λήξω τοὺς βόσκοντας θεραπεύων, Eur. Ion 182; οὔποτε λήγει κινο ύμενον, Plat. Phaedr. 245 c; Xen. Ages. 11, 2 u. Sp.