νημερτής
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ές, Dor. νᾱμερτής (the only form used by Trag., A. Pers.246), (νη-, ἁμαρτάνω)
A unerring, infallible, γέρων ἅλιος ν., of Proteus, Od.4.349, etc.; ν. τε καὶ ἤπιος, of Nereus, Hes.Th.235; εἰπεῖν ν. βουλήν a sure decree, i.e. one that will infallibly be put in force, Od.1.86,5.30; νημερτέα εἰπεῖν or μυθήσασθαι to speak sure truths, 3.19, Il.6.376; ἦ μάλα τοῦτο ἔπος ν. ἔειπες 3.204; πάντα ναμερτῆ λόγον A.l.c. (troch.); μῦθος, βάξις, A.R.4.810, 1184: Sup. -έστατος Lyc.223: more freq. as Adv., νημερτὲς ἐνίσπες Od.22.166; τῶν γε νόον ν. ἀνέγνω 21.205; νημερτὲς ὑπόσχεο Il.1.514: Ion. Adv. νημερτέως as trisyll., Od.5.98.
Greek (Liddell-Scott)
νημερτής: -ές, Δωρ. νᾱμερτὴς - καὶ οὗτος εἶναι ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., Πόρσ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 246, Δινδ. εἰς Σοφ. Τρ. 173· (νη-, ἁμαρτάνω)· - ὁ μὴ ἁμαρτάνων εἰς τοὺς λόγους του, ἀληθής, ἀψευδής, γέρων ἅλιος νημερτής, ἐπὶ τοῦ Πρωτέως, Ὀδ. Δ. 349, κτλ.· ν. τε καὶ ἤπιος, ἐπὶ τοῦ Νηρέως, Ἡσ. Θ. 235· εἰπεῖν νημερτέα βουλήν, ἥτις ἀφεύκτως θὰ ἐκτελεσθῇ, Ὀδ. Α. 86, Ε. 30· οὕτω, τῶν γε νόον ν. ἔγνω Φ. 205· ἦ μάλα τοῦτο ἔπος ν. ἔειπας Ἰλ. Γ. 204· οὕτω, πάντα ναμερτῆ λόγον Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μῦθος, βάξις Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 810, 1184· ὑπερθετ. -έστατος, Λυκόφρ. 223· - συνηθέστερον ὡς ἐπίρρ., νημερτὲς ἐνισπεῖν, νημερτέα εἰπεῖν ἢ μυθήσασθαι, λέγειν τὴν ἀλήθειαν, τὴν βεβαίαν ἀλήθειαν, Ὅμ.· ν. ὑπόσχεο Ἰλ. Α. 514· Ἰων. ἐπίρρ. νημερτέως ὡς τρισύλλ., Ὀδ. Ε. 98· πρβλ. νητρεκής.