νεοθηλής

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοθηλής Medium diacritics: νεοθηλής Low diacritics: νεοθηλής Capitals: ΝΕΟΘΗΛΗΣ
Transliteration A: neothēlḗs Transliteration B: neothēlēs Transliteration C: neothilis Beta Code: neoqhlh/s

English (LSJ)

Dor. νεο-θᾱλής, ές, (θάλλω)

   A fresh-budding or sprouting, νεοθηλέα ποίην Il.14.347, cf. Hes.Th.576; ν. ὕλης h.Merc.82.    2 of animals, new-born, νεβρός, μόσχος, Anacr.51, AP9.274 (Phil.), cf. Gal.4.718.    3 metaph., fresh, εὐφροσύνη h.Hom.30.13; ν. αὔξεται νικαφορία grows with youthful vigour, Pi.N.9.48; αἰσχύνα E.IA188 (lyr.).    II (θηλή) just giving milk, μαζός Opp.C.1.437. [νεοθᾰλής is also cited by Theognost. Can.136.]

German (Pape)

[Seite 242] ές, 1) frisch, neu keimend, sprossend, grünend; ποίη, Il. 14, 347; Hes. Th. 576; ὕλη, H. h. Merc. 82; νεοθαλὴς νικαφορία, Pind. N. 9, 43; frisch, freudig gedeihend, εὐφροσύνη, H. h. 30, 13; κοῦραι, Anacr. 40, 14. – 2) (θηλή) frisch milchenb, μαζός, Opp. Cyn. 1, 437. – Auch = νεογλαγής; μόσχος, Philp. 59 (IX, 274); ἀμνός, Opp. Cyn. 2, 357.

Greek (Liddell-Scott)

νεοθηλής: Δωρ. -θᾱλής, ές· (√ ΘΑΛ, τέθηλα)· - ὁ νεωστὶ ἀρξάμενος νὰ θάλλῃ, νὰ βλαστάνῃ, νεοθηλέα ποίην Ἰλ. Ξ. 347· στεφάνους νεοθηλέας Ἡσ. Θ. 576· νεοθηλέος ὕλης Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 82. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ πρὸ μικροῦ γεννηθείς, νεογέννητος, Ἀνακρ. 51, Ἀνθολ. Π. 9. 274, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 436. 3) μεταφορ., πρόσφατος, εὐφροσύνη Ὁμ. Ὕμν. 30. 13· ν. αὔξεται νικαφορία, αὐξάνεται μετὰ νεανικῆς ἀκμῆς, Πίνδ. Ν. 9. 115· αἰσχύνα Εὐρ. Ι. Α. 188. ΙΙ. (θηλὴ) ὁ μόλις ἀρξάμενος νὰ θηλάζηται, μαζὸς Ὀππ. Κυν. 1. 436. [νεοθᾰλὴς μνημονεύεται ὡσαύτως ἐν Θεογνώστ. Καν. 136· πρβλ. νεηθαλής].

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
qui tète depuis peu.
Étymologie: νέος, θηλή.
2ής, ές :
jeune, frais.
Étymologie: νέος, θάλλω.

English (Autenrieth)

ές (θάλλω): fresh-sprouting, Il. 14.347†.

Greek Monolingual

(I)
νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, -ές (Α)
1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ' ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.)
2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα
3. μτφ. πρόσφατος («φοινίσσουσα παρῇδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ νεοθαλεῑ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηλής (< θηλῶ) θᾱλῶ «ανθίζω»), πρβλ. ερι-θηλής].———————— (II)
νεοθηλής, -ές (Α)
(για μαστό) αυτός που άρχισε να θηλάζεται πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηλής (< θηλή), πρβλ. ευ-θηλής].