ὀγδόατος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγδόᾰτος Medium diacritics: ὀγδόατος Low diacritics: ογδόατος Capitals: ΟΓΔΟΑΤΟΣ
Transliteration A: ogdóatos Transliteration B: ogdoatos Transliteration C: ogdoatos Beta Code: o)gdo/atos

English (LSJ)

η, ον, poet. for ὄγδοος, as τρίτατος for τρίτος,

   A the eighth, Il.19.246, Od.3.306, Emp. 68 ; ὀ. δεκάς Rev.Phil.22.357 ; ἡ ὀγδοάτη (sc. ἡμέρα) the eighth day, octave, Hes.Op.772, 790 (καθ' ὁγδοάδην δεκάδα prob. in Jahresh.23 Beibl.402 (Egypt)).

German (Pape)

[Seite 290] poet. = ὄγδοος, der achte (vgl. τρίτατος u. ἑβδόματος mit τρίτος u. ἕβδομος), Il. 19, 248 Od. 3, 306. 4, 82, Hes. O. 774.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδόᾰτος: -η, -ον, ποιητικ. ἀντὶ ὄγδοος, ὡς τρίτατος, ἀντὶ τρίτος, ὁ ὄγδοος, Ἰλ. Τ. 246, Ὀδ. Γ. 306· ἡ ὀγδοάτη (ἐξυπακ. ἡμέρα), ἡ ὀγδόη ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 770, 788.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
poét. c. ὄγδοος.

English (Autenrieth)

and ὄγδοος: eighth.

Greek Monolingual

ὀγδόατος, -άτη, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. όγδοος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀγδοάτη
(ενν. ἡμέρα) η όγδοη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + κατάλ. -ατος (πρβλ. εβδόμ-ατος)].