προστρέπω

From LSJ
Revision as of 12:26, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστρέπω Medium diacritics: προστρέπω Low diacritics: προστρέπω Capitals: ΠΡΟΣΤΡΕΠΩ
Transliteration A: prostrépō Transliteration B: prostrepō Transliteration C: prostrepo Beta Code: prostre/pw

English (LSJ)

   A turn towards, esp. towards a god as a suppliant, approach with prayer, supplicate, τοσαῦτά σ', ὦ Ζεῦ, προστρέπω S.Aj.831: c. acc. pers. et inf., entreat one to do, μή μ' ἀτιμάσῃς... ὧν( = τούτων ἃ) σε προστρέπω φράσαι Id.OC50: c. acc. rei et inf., pray that . ., ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα E.Supp.1195:—Med., with aor. προσετραπόμην Hom.Epigr.15.1; π. δῶμα, δόμους, Hom. l.c., A.Eu.205; τὴν Διὸς . . Ἐργάνην S.Fr.844: in late Prose, Plu.Cleom.39, Ael. NA15.21, etc.; reverence, celebrate, τινα Plu.2.1117a.    2 approach (as an enemy), Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών Pi.N.4.55codd.    II Med., make a matter of supplication, appeal to, τοῦ παθόντος προστρεπομένου τὴν πάθην Pl.Lg.866b.

German (Pape)

[Seite 783] (s. τρέπω), zuwenden, zukehren; ὑπὸ τῆς φύσεως προστραπὲν ἐφορμήσει, von der Natur darauf hingeführt, angetrieben, Opp. Ix. 3, 14. – Med. sich wohin wenden, c. accus., Hom. en 15; bes. sich mit Bitten u. Flehen, als ἱκέτης, an eine Gottheit wenden, anflehen, wie Hesych. σέβειν, τιμᾶν, προσκυνεῖν erkl., προστρέπεσθαι θεούς, S. Emp. adv. phys. 1, 62; καὶ προστραπέσθαι τούσδ' ἐπέστελλον δόμους, Aesch. Eum. 196; u. in Prosa, Ael. H. A. 15, 21. – So auch im act., Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπών, Pind. N. 4, 55, nachdem er sich feindlich gegen Jolkos gewendet; u. bittend, τοσαῦτά σ', ὦ Ζεῦ, προστρέπω, Soph. Ai. 818, vgl. O. C. 50; κακῶς ὀλέσθαι πρόστρεπ' Ἀργείων χθόνα, Eur. Suppl. 1194.

Greek (Liddell-Scott)

προστρέπω: ἱκετεύω, τοσαῦτά σ’, ὦ Ζεῦ, προστρέπω Σοφ. Αἴ. 831· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἱκετεύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μὴ μ’ ἀτιμάσῃς…, ὧν (= τούτων ἃ) σε προστρέπω φράσαι Σοφ. Ο. Κ. 50· μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ ἀπαρ., δέομαι ἵνα... ὀλέσθαι πρόστρεπ’ Ἀργείων χθόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 1195· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρ. δῶμα, δόμους Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15, Αἰσχύλ. 205· τὴν Διὸς… Ἐργάνην Σοφ. Ἀποσπ. 724· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, οἷον Αἰλ. π. Ζ. 15. 21, Πλουτ. Κλεομ. 39, κτλ. - Παθ., ἁπλῶς, τρέπομαι, εἰς ἀναισχυντίαν Πλάτ. Νόμ. 919C. 2) προσεγγίζω, πλησιάζω (ὡς ἐχθρός), Ἰαωλκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πινδ. Ν. 4. 90. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, ἐπιφέρω, ἐπισύρω κατὰ τῆς ἰδίας μου κεφαλῆς ἢ κάμνω τι ὑπόθεσιν προστροπῆς, τὴν πάθην Πλάτ. Νόμ. 866Β.

French (Bailly abrégé)

s.e. ἑαυτόν;
se tourner vers en suppliant, supplier : τινά τι demander en priant qch à qqn ; προστρέπειν τινά avec l’inf. : supplier une divinité de, etc.
Moy. προστρέπομαι se tourner vers en suppliant, prier, supplier, acc..
Étymologie: πρός, τρέπω.

English (Slater)

προστρέπω dub.,
   1 turn over to c. acc. & dat. λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστρᾰπὼν Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν (προτραπὼν coni. Heyne: προστραχὼν Postgate) (N. 4.55)