ὀδάξ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
Adv.
A by biting with the teeth, ὀ. ἕλον οὖδας, of men in the agonies of death, Il.11.749, etc. ; so ὀ. λαζοίατο γαῖαν 2.418 ; γαῖαν ὀ. ἑλόντες E.Ph.1423 ; also ὀ. ἐν χείλεσι φύντες biting the lips in smothered rage, Od.1.381 : so in Com., ἀποδάκνειν ὀ. Cratin.164 ; διατρώξομαι ὀ. τὸ δίκτυον Ar.V.164 ; ὀ. ἔχεσθαι ib.943 ; λαβέσθαι Id.Pl.690:— if κυνὸς ἄγριον ὀδάξ be correct in Diog.Cyn. ap. D.L.6.79, ὀδάξ must be taken either as tooth or as bite.
German (Pape)
[Seite 291] (vgl. ὀδούς, δάκνω), adv., beißend, mit den Zähnen; bes. ὀδὰξ ἕλον οὖδας, von den Sterbenden (vgl. ins Gras beißen), Il. 11, 749 u. öfter, wie Eur. γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες, Phoen. 1432; πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, Od. 1, 381, d. i. sie bissen fest mit den Zähnen in die Lippen, Ausdruck verhaltenes Ingrimms; διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ δίκτυον Ar. Vesp. 164, u. öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδάξ: Ἐπίρρ., δάκνων, διὰ τῶν ὀδόντων, Λατ. mordicus, Ὅμ.· ὀδὰξ ἕλον οὖδας, «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν ἔδακον» (Σχόλ.), ἐπὶ ἀνθρώπων διατελούντων ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, Ἰλ. Λ. 749, κτλ.· οὕτως, ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν Β. 418· γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες Εὐρ. Φοίν. 1423· ὡσαύτως, ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, δάκνοντες τὰ χείλη ἐν ὀργῆ, Ὀδ. Α. 381· οὕτω παρὰ τοῖς Κωμικ., ἀποδάκνειν ὀδὰξ Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1· διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ δίκτυον Ἀριστοφ. Σφ. 164· ὀδὰξ ἔχεσθαι αὐτόθι 943· λαβέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 690· - ἂν τὸ χωρίον κυνὸς ἄγριον ὄδαξ, ἔχῃ ὀρθῶς ἐν Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 79, τὸ ὄδαξ πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = ὀδούς. (Ἐκ τῆς √ΔΑΚ, δακεῖν, προτασσομένου ο, ἴδε Ο, ο, ΙΙ. 3· ἐντεῦθεν ὀδάξω, ὀδακτάζω, ἴδε ὀδάξω· τὸ εὐφων. ο ἐνίοτε γράφεται α-, ἴδε ἀνωτ.).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec les dents, en mordant.
Étymologie: ὀδούς ; ou R. Δακ, cf. δάκνω, avec ὀ- prosth.
English (Autenrieth)
(δάκνω): adv., with the teeth, biting; λάζεσθαι, ἑλεῖν, γαῖαν, οὖδας, ‘bite the dust,’ Il. 22.17 ; ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντο, ‘bit their lips,’ in vexation, Od. 1.381.