ἑρπετόν

From LSJ
Revision as of 14:03, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπετόν Medium diacritics: ἑρπετόν Low diacritics: ερπετόν Capitals: ΕΡΠΕΤΟΝ
Transliteration A: herpetón Transliteration B: herpeton Transliteration C: erpeton Beta Code: e(rpeto/n

English (LSJ)

Aeol.perh. ὄρπετον (q.v.), τό, (ἕρπω)

   A beast or animal which goes on all fours, Od.4.418 ; πᾶν ἑ. πληγῇ νέμεται Heraclit.11 ; ἑρπετὰ ὅσσα τρέφει μέλαινα γαῖα Alcm.60.3; ὄφις καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν Hdt.4.183 ; τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκεν.., ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας X.Mem.1.4.11 ; ἑρπετά, opp. πετεινά, Hdt.1.140, cf. Theoc.15.118, A.R.4.1240: generally, ἑ. οὐδὲ γυνή Call.Jov.13 ; πυκινώτατον ἑ., of a hound, Pi.Fr.106 ; of insects, Semon.13, Nic.Fr. 74.46.    II creeping thing, reptile, esp. snake, E.Andr.269, Theoc. 24.57 ; περὶ κιναδέων τε καὶ ἑ. Democr.259 ; ἑρπετά τε καὶ δάκετα <πάντα> Ar.Av.1069 ; of the monster Typhoeus, with a snake's body, Pi.P.1.25.    2 as Adj., creeping, κακὸν ἑ. πρᾶγμα POxy.1060.7 (vi A. D.); τὰ ἑ. θηρία Philum.Ven.10.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρπετόν: τό, (ἕρπω) κτῆνος ἢ ζῶον βαδίζον ἐπὶ τῶν τεσσάρων ποδῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἄνθρωπον βαδίζοντα ἐπὶ τῶν δύο ποδῶν, Ὀδ. Δ. 418· ὄφις καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν Ἡρόδ. 4. 183· τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκεν… ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 11· ἑρπετά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πετεινά, Ἡροδ. 1. 140, πρβλ. Θεόκρ. 15. 118, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1240: - ἐν Πινδ. Π. 1. 47 τὸ ἑκατὸν κεφαλὰς ἔχον τέρας ὁ Τυφὼς καλεῖται ἑρπετόν, πρβλ. Καλλ. εἰς Δία 13· πυκινώτατον ἑρπετόν, ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Πινδ. Ἀποσπ. 73· ἐπὶ ἐντόμων, Σιμωνίδ. 12, Νικ. Ἀποσπ. 2. 46. ΙΙ. ἰδίως τὸ ἐπὶ τῆς κοιλίας ἕρπον, «ἑρπετόν», μάλισταὄφις, Εὐρ. Ἀνδρ. 269, Θεοκρ. 24. 56· ἑρπετά τε καὶ δακετὰ πάντα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1069.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
1 tout ce qui rampe ou se traîne, bête, animal;
2 particul. reptile, serpent.
Étymologie: ἕρπω.

English (Autenrieth)

(ἕρπω): creeping thing; ὅσσ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίγνονται, i. e. all the ‘creatures that moveupon the earth, Od. 4.418†. Cf. the 2d example under ἕρπω.

English (Slater)

ἑρπετόν
   1 animal ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 3. met., monster, κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει of an eruption of Etna (P. 1.25)

English (Slater)

ἑρπετόν
   1 animal ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 3. met., monster, κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει of an eruption of Etna (P. 1.25)