ἀπονέμω

From LSJ
Revision as of 14:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονέμω Medium diacritics: ἀπονέμω Low diacritics: απονέμω Capitals: ΑΠΟΝΕΜΩ
Transliteration A: aponémō Transliteration B: aponemō Transliteration C: aponemo Beta Code: a)pone/mw

English (LSJ)

fut.

   A -νεμῶ Pl.Phlb.65b:—portion out, impart, assign, ἡμῖν . . ταῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100; βωμοὺς καὶ ἀγάλματα θεοῖσι Hdt.2.4; τὸ πρέπον ἑκατέροις Pl.Lg.757c; τῷ θεῷ τοῦτο γέρας Id.Prt.341e; τοῖς θεοῖς χάριτας SIG708.33, cf. 1 Ep.Pet.3.7; τὸ καλῶς ἀποθανεῖν ἴδιον τοῖς σπουδαίοις ἡ φύσις ἀπένειμεν Isoc.1.43; aor. imper. ἀπόνειμον render, impart, Pi.I.2.47; τῇ συγγνώμῃ πλέον ἢ τῷ δικαίῳ ἀπονέμειν Din.1.55:—Med., assign or take to oneself, τι Pl.Sph.267a, Lg.739b; ἀπονέμεσθαί τι feed on, Ar.Av.1289; ἀπονέμεσθαι τῶν πατρῴων help oneself to a share of... Pl.R.574a:—Pass., to be assigned, τοῖς ἀγαθοῖς Arist. EN1123b35; to be rendered, θεῷ Porph.Marc.11.    II part off, divide, of logical division, ἐπὶ τἀναντία ἀ. τοῖς ὀνόμασι Pl.Plt.307b:— in Pass., ib.276d,280d.    III Pass., to be taken away, subtracted, Id.Lg.771c, 848a.

German (Pape)

[Seite 316] (s. νέμω), ab-, zutheilen, ἕκαστα ἑκάστοις Plat. Theaet. 195 a; τὸ πρέπον ἑκατέροις Legg. VI, 757 c; τῷ θεῷ γέρας Prot. 341 e; Γαΐῳ τοὺς ἡμίσεις τῶν στρατιωτῶν Pol. 14, 4; συγγνώμην τινί Luc. Nigr. 14; ἑκάστῳ τὸ κατ' ἀξίαν Hdn. 2, 4, 5. So πλέον τῇ συγγνώμῃ ἢ τῷ δικαίῳ, mehr darauf geben, Din. 1, 55. – Auch absondern, pass., Plat. Polit. 276 d 280 d. – Med., für sich abnehmen, sich zutheilen, τῶν πατρῴων Plat. Rep. IX, 574 a; dah. sich zu Nutze machen, τί Ar. Av. 1289. Bei Pind. I. 2, 48 erkl. Schol. ἀπόνειμον (überbringe das Lied) schwerlich richtig durch ἀνάγνωθι, u. führt aus Soph. frg. 150 γραμμάτων πτύχας ἔχων ἀπ. in der Bdtg vorlesen an; ἀπονεμητέον Arist. Nicom. 9, 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέμω: μέλλ. -νεμῶ καὶ μεταγ. νεμήσω: δίδω, μοιράζω, τάττω, χωρίζω, ἀφιερῶ, προσφέρω, ἡμῖν... ταῦτ’ ἀπένειμε τύχη Σίμων. 97· βωμοὺς καὶ ἀγάλματα καὶ νηοὺς θεοῖσι ἀπονεῖμαι Ἡρόδ. 2. 54· τὸ πρέπον ἑκατέροις ἀπονέμοι Πλάτ. Νόμ. 757C· τῷ θεῷ τοῦτο γέρας ὁ αὐτ. Πρωτ. 341Ε, τοῖς εὐεργέταις τιμὰς Λυσίας 124. 23· προστακτ. ἀορ. ἀπόνειμον, δός, μετάδος, Πινδ. Ι. 2. 68· τῇ συγγνώμῃ πλέον... ἀπονέμειν Δείναρχ. 97. 13: ― Μέσ. ἀπονέμω ἑμαυτῷ, μιμητικὸν δὴ τοῦτο προσειπόντες ἀπονειμώμεθα Πλάτ. Σοφ. 267Α, Νόμ 739Β· εἶτ’ ἀπενέμοντ’ ἐνταῦθα τὰ ψηφίσματα, εἶτα ἐβόσκοντο ἐνταῦθα ἐσθίοντες ψηφίσματα, Ἀριστοφ. Ὄρνιθ. 1289· ἀπονέμεσθαι τῶν πατρῴων Πλάτ. Πολ. 574Α: ― Παθ., δίδομαι, ἀπονέμομαι, τῆς ἀρετῆς γὰρ ἆθλοντιμή, καὶ ἀπονέμεται τοῖς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 15. ΙΙ. ἀποχωρίζω, μερίζω ἐπὶ λογικῆς διαιρέσεως, ἐπὶ τἀναντία ἀπ. τοῖς ὀνόμασι Πλάτ. Πολιτ. 307Β· ἐν τῷ παθ. αὐτόθι 276D. 280D ΙΙΙ. Παθ., λαμβάνομαι, ἀφαιροῦμαι, ὁ αὐτ. Νόμ. 771C, 848A.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπονεμῶ, ao. ἀπένειμα, pf. ἀπονενέμηκα;
attribuer en partage, attribuer, assigner : τί τινι qch à qqn;
Moy. ἀπονέμομαι s’attribuer en partage, s’attribuer, acc..
Étymologie: ἀπό, νέμω.

English (Slater)

ἀπονέμω
   1 impart ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς (I. 2.47)