ἄστυ

From LSJ
Revision as of 12:18, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστυ Medium diacritics: ἄστυ Low diacritics: άστυ Capitals: ΑΣΤΥ
Transliteration A: ásty Transliteration B: asty Transliteration C: asty Beta Code: a)/stu

English (LSJ)

τό, Ep. and Ion. gen. εος (disyll. in Semon.7.74), Att. and Trag. εως (ἄστεος is never required by the metre, ἄστεως (trisyll.) is necessary in E.Or.761, Ph.842, El.246, and is the only form found in Att. Inscrr., as IG2.584.7, 22.463.76; it is a disyll. in E.El.298, Ba. 840): pl.,

   A ἄστη Id.Supp.952; ἄστεα Hdt.1.5:—town, ἄ. μέγα Πριάμοιο Il.2.332, al.: with name in gen., Σουσίδος, Σούσων ἄ., A.Pers.119, 535; ἄ. Θήβης S.OC1372, Tr.1154, etc.    2 lower town, opp. acropolis, Hdt.1.176, al.    II in Attica, town (i.e. Athens), opp. ἀγρός (country), mostly without Art., στυγῶν μὲν ἄ. Ar.Ach.33; ἐξ ἄστεως νῦν εἰς ἀγρὸν χωρῶμεν Id.Fr.107; ἔγημα . . ἄγροικος ὢν ἐξ ἄστεως I married a town girl, Id.Nu.47; τῶν κατ' ἄστυ πραγμάτων Men.Georg. Fr.4: also with Art., πρὸς τὸ ἄ. Pl.R.327b, 328c, al.    2 Athens, opp. Phalerum or Piraeus, Id.Smp.172a, D.20.12, Arist.Pol.1303b12, al.; τὸ ἄστυ τῆς πόλεως, opp. Piraeus, Lycurg.18; ἄρχοντος ἐν ἄστει, opp. ἐν Σαλαμῖνι, IG2.594.    3 in Egypt, Alexandria, PHal.1.89 (iii B. C.), St.Byz. s.v. ἄστυ, etc.    III town in the material sense, opp. πόλις (the civic body), Il.17.144.    IV Adv. ἄστυδε (q. v.). (ϝάστυ, cf. ϝασστυόχος IG5(2).77 (Tegea): gen. ϝάστιος ib.7.3170 (Orchom. Boeot.): but prob. not cogn. with Skt. ua/sati 'dwell', which has e in the root.)

German (Pape)

[Seite 378] τό, die Stadt; gen. ἄστεος u. ἄστεως; letzteres Attisch, durch das Metrum gesichert Eur. Or. 751 Phoen. 856. Ueberall; Hom. oft, z. B. ἄστυ Iliad. 3, 116, ἄστεος z. B. 3. 140, ἄστεϊ Od. 8. 525, ἄστεα z. B. Od. 1, 3; πόλιν καὶ ἄστυ Iliad. 17, 144, entw. auf Homerische Art παραλλήλως, so daß Beides dasselbe, oder eines von Beiden die Burg; ἄστυ Ἰλίου Iliad. 21, 128, ἄστυ Ζελείης 4, 103; Λήμνου τε καὶ Ἴμβρου ἄστυ 14, 281. Bei den Attikern vorzugsweise Athen, gew. ohne Artikel, s. Stallb. Phaedr. 227 b, nicht bloß im Ggstz des Landes, sondern auch des Piräeus, Lycurg. 18, wo ἄστυ τῆς πόλεως darauf hinweis't, daß πόλις auch den durch die langen Mauern mit eingeschlossenen Pi räeus einbegreift.

French (Bailly abrégé)

ἄστεως (τό) :
I. ville;
II. en parl. d’Athènes;
1 la ville p. opp. à la campagne;
2 la ville haute p. opp. à la partie voisine du Pirée.
Étymologie: p. *Ϝάστυ, de la R. Ϝας habiter.
Par. πόλις.

English (Autenrieth)

εος (ϝάστυ): city (esp. as a fortified dwelling-place); εἰς ὅ κεν ἄστυ κιχείομεν Ἰλίου ἷρῆς, Il. 21.128; πολλῶν δ' ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα, Od. 1.3; ὅππως κε πόλιν καὶ ἄστυ σαώσεις, i. e. his country and its capital, Il. 17.144, cf. Od. 6.177 f.—ἄστυδε, to the city.

English (Slater)

ἄστυ (ἄστυ, -εος, -ει, -εϊ, -υ; ἄστη, -έων)
   1 city ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.: Lindos, Ialysos, Kamiros, the three cities of Rhodes) (O. 7.76) φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν (λέγει δὲ τῆς Ὀποῦντος. Σ.) (O. 9.42) ἐν ἄστεϊ Πειράνας Korinth (O. 13.61) “φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” Cyrene (P. 4.15) ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας (P. 4.260) ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων, πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (P. 5.56) ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Thebes (N. 4.23) πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθενἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις (ἄστη nom. et acc. interpr. edd.) (N. 10.5) νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (Προίτοιο τόδ' ἱπποτρόφον ἄστυ θάλησεν Boeckh: Argos) (N. 10.41) ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων Aigina (I. 6.69) ὧραί τε Θεμίγονοι [[[πλάξ]]]ιππον ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον (Pae. 1.7) τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ κα[ (nom.) (Pae. 4.32) ]ἄστεϊ κτεάν[ (Pae. 21.15) θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστεϊ fr. 204.

Spanish (DGE)

-εως, ὁ

• Prosodia: [trisílabo, pero disílabo en E.El.298, Ba.840]

• Morfología: [ép. y jón. gen. -εος Il.15.351, disílabo en Semon.8.74, beoc. Ϝάστιος IG 7.3170.3 (Orcómeno); nom. plu. ἄστεα Hdt.1.5, ἄστη E.Supp.952]
I 1gener. ciudad ἄστυ μέγα Πριάμοιο Il.2.332, cf. Ibyc.1(a).2, Ἰλίου θαητὸν ἄστυ B.13.115, ἄστυ Νυμφέων (ref. a Samos según Hsch.), Anacr.21.2, cf. Emp.B 112, Pi.N.10.5, Th.1.122, Isoc.4.81, Amph.Seleuc.180, Nonn.D.35.9, Colluth.237
c. el n. de la ciudad en gen. μέγ' ἄστυ Σουσίδος A.Pers.118, ἄ. Σούσων A.Pers.535, ἄ. Θήβης S.OC 1372, Tr.1154, Καμαρίνης δὲ τὸ ἄ. Hdt.7.156, ἄ. ... Κυράνας Pi.P.4.260
c. adj. o gentilicio Τιρύνθιον ἄ. B.11.57, Μεμνόνειον ἄ. Hdt.5.54, τὸ ἄ. τῶν Κορινθίων X.HG 4.4.17, cf. E.Ph.1101, Tim.15.117, X.Vect.4.47, Colluth.141
op. ‘campo’, Theoc.20.44
ciudad en sent. material (las construcciones) op. πόλις (los ciudadanos) φράζεο νῦν ὅππως κε πόλιν καὶ ἄστυ σαώσῃς Il.17.144, cf. E.Med.771.
2 ciudad baja op. ἀκρόπολις Hdt.1.176, D.18.215.
II 1en el Ática dicho de Atenas op. ἀγρός frec. sin art. στυγῶν μὲν ἄ. Ar.Ach.33, ἐξ ἄστεως νῦν εἰς ἀγρὸν χωρῶμεν Ar.Fr.109, ἔγημα Μεγακλέους ... ἀδελφιδῆν ἄγροικος ὢν ἐξ ἄστεως Ar.Nu.47, τῶν κατ' ἄστυ πραγμάτων οὐ παντελῶς ἔμπειρος Men.Georg.Fr.5.2, cf. Is.3.23, Plb.16.25.5
op. al Falero εἰς ἄστυ οἴκοθεν ἀνιὼν Φαληρόθεν Pi.Smp.172a, cf. Th.2.13
op. al Pireo τὸ μὲν ἄστυ τῆς πόλεως Lycurg.18, ἄρχοντος ἐν ἄστει op. ἐν Σαλαμῖνι IG 22.1227.1 (II a.C.), tb. c. art. θεωρήσαντες ἀπῇμεν πρὸς τὸ ἄστυ Pl.R.327b, cf. 328c, Ep.324c, Is.3.23, Arist.Pol.1303b12, D.20.12
de ahí la capital δικαίως ἂν αὐτὴν ἄστυ τῆς Ἑλλάδος προσαγορεύεσθαι con justicia se la podría llamar (a Atenas) la capital de la Hélade Isoc.15.299.
2 en Egipto dicho de Alejandría, PHal.1.89 (III a.C.), St.Byz.
3 en Italia dicho de Roma εἰς ἄστυ D.H.2.28, γαίης βασιληΐδος ἄστυ Orác. en Theos.Tub.22. • DMic.: wa-tu.

• Etimología: De Ϝάστυ < *Hu̯ °stu- como het. ḫuš- ‘vivir’, ai. vā́stu, frente a gr. ἄεσα de *°Hu̯es-, cf. het. ḫueš-, ai. vásati, gót. wisan.