φάσγανον
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
τό, poet. Noun,
A sword, δῶκεν μέγα φ. ἥρως σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Il.23.824; κολεοῦ γυμνὸν φ. Pi.N.1.52b; ἀμφιπλῆγι φ. S.Tr.930, cf. E.Fr.373 (Cypr. acc. to AB 1095). II = ξιφίον, corn-flag, Gladiolus segetum, Thphr.HP7.12.3, 7.13.1, Nic.Fr.74.63. 2 = ξάνθιον, Dsc.4.136. 3 = ἀσπάλαθος, f.l. for σφάγνον in Id.1.20. III = ξίφος 11, Opp.H.3.556.
German (Pape)
[Seite 1257] τό (statt σφάγανον, von σφάζω), – 1) ein schneidendes Werkzeug, Messer, Schwert, Dolch; öfters bei Hom., bei dem es immer das große Schlachtschwert zu sein scheint, von ἄορ u. ξίφος nicht verschieden, vgl. Od. 11, 24. 48. 82, u. in der Scheide an einem Bande, τελαμών getragen wird, Il. 23, 824; φάσγανον τινάσσων γυμνὸν κολεοῦ Pind. N. 1, 52; θήγουσα φωτὶ φάσγανον Aesch. Ag. 1235; Soph. öfter, u. Eur., wie sp. D., selten in Prosa. – 2) eine Pflanze mit schwertförmigen Blättern, Schwertel, Schwertlilie, Theophr. u. Nic.
Greek (Liddell-Scott)
φάσγᾰνον: τό, ποιητ. ὄνομα, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ., σχεδὸν ἰσοδύναμον (ὡς φαίνεται) ταῖς λέξεσιν: ἄορ καὶ ξίφος (ἴδε ἐν λέξει ξίφος)· δῶκεν μέγα φάσγανον ἥρως σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Ἰλ. Ψ. 824· κολεοῦ γυμνὸν φ. Πινδ. Ν. 1. 80· ὡσαύτως παρὰ τοῖς Τραγ., ἀμφιπλῆγι φ. Σοφ. Τραχ. 930. ΙΙ. φυτόν τι, ὡς τὸ ξιφίον, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Διοσκ. 4. 20, κλπ.· φασγάνιον παρὰ Κορνούτῳ περὶ Θεῶν Φύσ. 35, Πλίνιος 24. 88.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
coutelas ; épée.
Étymologie: p. *σφάγανον de σφάζω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
φάσγᾰνον (-ου, -ῳ, -ον.)
1 sword ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (P. 9.21) Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ (P. 9.81) ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων λτ;φάσγανονγτ; ἵκετ (supp. Mosch.: om. codd.) (N. 1.52) κεῖνος (sc. φθόνος) καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν φασγάνῳ ἀμφικυλίσαις (N. 8.23) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (I. 4.36)
Greek Monotonic
φάσγανον: τό, ξίφος, σε Όμηρ., Σοφ. (αμφίβ. προέλ.).