Ταίναρος
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, Taenarus, a promontory at the southern end of Laconia, Pi.P.4.44, 174; also masc. or neut., Th.1.128, 133, 7.19;
A Ταίναρον ἠνεμόεντα Orph.A.1370: neut. Ταίναρον, τό, Str.8.5.1: in most passages the word occurs in an obl. case without an Adj., so that the gender is undetermined, as in h.Ap.412, Hdt.1.23,24, Th. 1.133, Ar.Ra.187, etc.; Ποσειδῶν οὑπὶ Ταινάρῳ θεός Id.Ach.510; πύλη τις ἐστὶ (sc. of the infernal regions) Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις Men.842, cf. Str. l.c.:—Adj. Ταινάριος, α, ον, Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα A.R.1.102; epith. of Artemis, Euph.9.11; Τ. λίθος, v. λίθος 11.1: neut. pl. Ταινάρια, τά, festival of Poseidon at Taenarus, Hsch. (-ίας cod.): hence Ταινάριοι, οἱ, celebrants of this festival, IG5(1).211.1:—also Ταιναρίζω, celebrate this festival, St.Byz. s.v. Ταίναρος, and Ταιναρισταί, οἱ, = Ταινάριοι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Ταίνᾰρος: ἡ, ἀκρωτήριον τῆς νοτιωτάτης ἄκρας τῆς Λακωνικῆς, Πινδ. Π. 4. 78 καὶ 310· καὶ ἀρσ. Ταίναρον ἠνεμόεντα Ὀρφ. Ἀργ. 1364· καὶ ὡς οὐδ., Ταίναρον, τό, Στράβ. 363. ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἡ λέξις ἀπαντᾷ κατ’ αἰτ. ἢ γεν. ἄνευ ἐπιθέτου, ὥστε τὸ γένος μένει ἀόριστον, οἷον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 412, Ἡρόδ. κλπ.· ἐπὶ Ταίναρον ὁ αὐτ. 1. 23, 24, Θουκ. 1. 133, Ἀριστοφ. κλπ.· περὶ Ταίναρον Ἡρόδ. 7. 168· ἀπὸ Ταινάρου Θουκ. 1. 128· ἀπὸ τοῦ Τ. ὁ αὐτ. 7. 19· ἐπὶ Ταινάρῳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 510· κτλ.· ὑπῆρχε δὲ περίφημος ναὸς τοῦ Ποσειδῶνος ἐπ’ αὐτῷ, Ποσειδῶν οὑπὶ Ταινάρῳ θεός, ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Σύλλ. Ἐπιγρ. 1335· - ὑπῆρχε δὲ ἐνταῦθα καὶ σπήλαιον ὅπερ ἦγεν εἰς τοὺς ὑποχθονίους τόπους, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ 239, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὅθεν, Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα, δηλ. εἰς τὸν κάτω κόσμον, ad inferos, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 102, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 467· - περὶ τοῦ Ταινάριος λίθος, ἴδε ἐν λ. λίθος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. Ταίναρον.
English (Slater)
Ταίνᾰρος a Laconian city on cape Tainaron. “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα, Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών” (P. 4.44) ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου (sc. ἦλθον) (P. 4.174)
Greek Monotonic
Ταίνᾰρος: ἡ, ακρωτήριο στη νοτιότατη άκρη της Λακωνικής γης, σε Πίνδ. κ.λπ.· ουδ. Ταίναρον, τό, σε Στράβ.