ἀνάζω

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάζω Medium diacritics: ἀνάζω Low diacritics: ανάζω Capitals: ΑΝΑΖΩ
Transliteration A: anázō Transliteration B: anazō Transliteration C: anazo Beta Code: a)na/zw

English (LSJ)

Tarent. for ἀνάσσω, Heraclid. ap. Eust. 1654.27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάζω: κατὰ τοὺς Ταραντίνους ἀντὶ ἀνάσσω, Ahrens Δωρ. δ. 101.

Spanish (DGE)

v. ἀνάσσω.

Greek Monolingual

(-έω) (ΑΜ ἀναζῶ, -άω και -ώω)
επανέρχομαι στη ζωή, αναβιώνω, ξαναζώ
νεοελλ.
1. ανακτώ δυνάμεις, αναζωογονούμαι
2. εμφανίζω σημεία ζωής λέγεται για το έμβρυο που σκιρτά για πρώτη φορά μέσα στη μήτρα
3. επαναφέρω κάποιον στη ζωή
4. παρέχω σε κάποιον σωματικές δυνάμεις και ευρωστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζῶ].