ἐκκάμνω

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκάμνω Medium diacritics: ἐκκάμνω Low diacritics: εκκάμνω Capitals: ΕΚΚΑΜΝΩ
Transliteration A: ekkámnō Transliteration B: ekkamnō Transliteration C: ekkamno Beta Code: e)kka/mnw

English (LSJ)

   A grow quite weary of a thing, τὰς ὀλοφύρσεις Th.2.51: c. part., πολεμοῦντες ἐξέκαμον Plu.Sol.8, cf. Pomp.32, D.C.40.24; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια he became unfit through age for.., Plu.Cat.Ma.24; σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς it is worn out (gnomic) with blows, Id.Caes.37 ; ἐ. ἡ ἀρετή τισι Max. Tyr.29.2.

German (Pape)

[Seite 762] (s. κάμνω), ganz ermüden, c. partic., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Plut. Sol. 8; a. Sp.; τὰς ὀλοφύρσεις Thuc. 2, 51, der Klagen überdrüssig werden; ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια Plut. Cat. mai. 24, vgl. Sol. 31; auch σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς, wurde stumpf, Caes. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκάμνω: μέλλ. -κᾰμοῦμαι, ἀποκάμνω, ἐξέκαμνον τὰς ὀλοφύρσεις, ἀπέκαμνον ὀλοφυρόμενοι, Θουκ. 2. 51· οὕτω μετὰ μετοχ., ἐξέκαμον πολεμοῦντες Πλουτ. Σόλων 8, πρβλ. Πομπ. 32· ἐξέκαμεν ὑπὸ γήρως προς τι, ἔγεινεν ἕνεκα τοῦ γήρατος ἀκατάλληλος πρός τι, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 24· καὶ σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς, παροιμ., καὶ ὁ σίδηρος δαμάζεται διὰ τῶν κτυπημάτων, ὁ αὐτ. Καῖσ. 37.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξέκαμνον, f. ἐκκαμοῦμαι, ao.2 ἐξέκαμον;
se lasser : τι de qch ; ἐξέκαμον πολεμοῦντες PLUT ils se lassèrent de faire la guerre ; ἐκκ. ὑπὸ γήρως πρός τι PLUT devenir, par la fatigue de l’âge, impropre à qch ; σίδηρος ἐξέκαμεν πληγαῖς PLUT le fer se fatigua de frapper, càd s’émoussa.
Étymologie: ἐκ, κάμνω.

Spanish (DGE)

I tr. cansarse de, abandonar τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων ... ἐξέκαμον se cansaron de lamentarse por los que morían Th.2.51.
II intr.
1 c. suj. de pers. y anim. mostrar cansancio, fatigarse c. compl. de causa οὐ ... ἐξέκαμε ὑπὸ γήρως πρὸς τὰ δημόσια no mostró cansancio ante los asuntos públicos por causa de la vejez Plu.Cat.Ma.24, ὑπὸ τῇ ταλαιπωρίᾳ τῇ συνεχεῖ Arr.An.3.21.6, οἱ ἵπποι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ καύματος Arr.An.6.26.5, c. part. pred. δυσχερῆ πόλεμον ... πολεμοῦντες ἐξέκαμον Plu.Sol.8, cf. Pomp.32, φονεύοντες ἐξέκαμον D.C.40.24.1, cf. 52.33.6, sin rég. Cels.Phil.6.61a
fig. hartarse de c. part. pred. οἱ Μακεδόνες δὲ ἐξέκαμνον ἤδη ταῖς γνώμαις ... ὁρῶντες Arr.An.5.25.2.
2 fig., c. suj. de cosa o abstr. desgastarse καὶ σίδηρος ἐξέκαμε πληγαῖς Plu.Caes.37
c. suj. abstr. y dat. acabarse, agotarse ἐπεὶ δ' ἐξέκαμεν αὕτη (ἡ ἀρετή) τοῖς Σπαρτιάταις Max.Tyr.23.2.

Greek Monolingual

ἐκκάμνω (Α)
1. καταπονοῡμαι, απαυδώ
2. γίνομαι άχρηστος ή ακατάλληλος.