ἁλτῆρες
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ων, οἱ (sg., Philostr.Gym.55), (ἅλλομαι)
A weights held in the hand to give an impetus in leaping, Crates Com.11, Arist.IA705a16, Pr.881b5, etc.
German (Pape)
[Seite 110] οἱ (ἅλλομαι), (Springer) Bleimassen, die man bei den Springübungen zur Verstärkung des Schwunges in den Händen hielt, Wuchtkolben oder Hanteln, vgl. Arist. Probl. 5, 8; Luc. Gymn. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλτῆρες: -ων, οἱ, (ἅλλομαι) βάρη, ἅπερ οἱ πηδῶντες ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖρας, ὅπως προσκτῶνται ὁρμὴν ἐν τῷ πηδήματι, Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 4· (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 3, 4, πρβλ. 5. 8, πρβλ. Ἰουβεν. 6. 421, Μαρτιάλ. 7. 67., 14. 49, Σενέκ. Ἐπιστ. 56. 1, Μυλλέρ. Ἀρχ. Τεχν. §423. 3. Λεξ. Ἀρχαιολ. ἐν λέξει: - ἐντεῦθεν ἁλτηρία, ἡ, ἡ χρῆσις τῶν ἁλτήρων, Ἀρτεμίδ. 1. 55· ὡσαύτως ἁλτηροβολία, ἡ, Ἰάμβλ. βίος Πυθαγ. 21.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
balanciers de plomb pour les exercices gymnastiques, notamment pour le saut en longueur, haltères.
Étymologie: ἅλλομαι.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
• Morfología: [du. hαλτε͂ρ(ε) IG 12.802 (Eleusis VI a.C.); sg. Philostr.Gym.55]
halteras o pesas para lastrar el salto ἁλτῆρσι θυλάκοισι χρῆσαι τὸ μέγεθος Crates Com.11, οἱ πένταθλοι ἅλλονται πλεῖον ἔχοντες τοὺς ἁλτῆρας ἢ μὴ ἔχοντες Arist.IA 705a16, cf. Pr.881b5, Thphr.Lass.13, Arr.Epict.4.4.12, entre los médicos, Gal.6.325, 147, Sor.71.25
•para lanzar ἁλτήρων βολή Aret.CD 2.13.6
•como signo en un sueño, Artem.1.55.
• Etimología: Cf. ἅλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἁλτῆρες: οἱ галтеры, гимнастические гири Arst., Luc.