ἄνατος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνᾱτος Medium diacritics: ἄνατος Low diacritics: άνατος Capitals: ΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: ánatos Transliteration B: anatos Transliteration C: anatos Beta Code: a)/natos

English (LSJ)

ον, (ἄτη)

   A unharmed, B.Fr.19(cj.); Αοξίου κότῳ A.Ag. 1211; κακῶν ἄνατος harmed by no ills, S.OC786, where the Laur.Ms. ἄναιτος.    II Act., not harming, harmless, A.Supp.356,359, 410.    2 immune from punishment, Ἀρχ. Ἐφ. 1920.76 (Crete, vi/v B.C.). Adv. -τως with impunity, IG9(1).333 (Locr.). (Contr. fr. ἀνάατος, q.v.)

German (Pape)

[Seite 211] (ἄτη), 1) ohne Schaden, Λοξίου κότῳ, unverletzt durch Apollo's Zorn, Aesch. Ag. 1184; κακῶν ἄν., durch kein Unheil gefährdet. Soph. O. C. 790, wo aber die Mehrzahl der codd. ἄναιτος haben, Schol. erklärt ἀναίτιος. – 2) unschädlich, πρᾶγμα Aesch. Suppl. 351, vgl. 354.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνᾱτος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην, Λοξίου κότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1211· κακῶν ἄνατος, ὁ μὴ βλαβεὶς ὑπὸ κακῶν, Σοφ. Ο. Κ. 786, ἔνθα τὸ Λαυρ. Χειρόγρ. ἔχει ἄναιτος μετὰ ἐξηγ. γλωσσ., «ἤγουν ἀναίτιος»· πρβλ. ἀνατί. ΙΙ. ἐνέργ., μὴ προξενῶν βλάβην, εἴη δ’ ἄνατον πρᾶγμα Αἰσχύ. Ἱκ. 356· ἴδοιτο δῆτ’ ἄνατον φυγὰν αὐτόθι 359, 410 - Ἐπίρρ. -άτως, ἀτιμωρητεί, CIGS. III, 333.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non endommagé, non atteint par, sans atteinte de, gén. ou dat.;
2 qui ne nuit pas, innocent.
Étymologie: ἀ, ἄτη.

Spanish (DGE)

(ἄνᾱτος) -ον

• Alolema(s): ἄναιτος ICr.4.87.11 (Gortina), Sud.
I 1no castigado, ileso, indemne νούσων B.Fr.23.2, κακῶν S.OC 786, Λοξίου κότῳ A.A.1211, cf. Hsch., Sud.
2 inmune, que no puede ser castigado αἱ δέ κ' ἀλεκσόμενος π[α] ίη ἄνατον ἦμεν τō ἀλεκσομένο ICr.1.10.2.4 (Eltinia VI/V a.C.), ἄναιτον ... τοῖς ἐσπράταις ICr.l.c.
3 inofensivo, que no causa desgracias πρᾶγμα A.Supp.356, φυγά A.Supp.359, cf. 410.
II adv. -ως impunemente, IG 92.717.3 (Lócride V a.C.). • DMic.: a-na-to.

Greek Monolingual

ἄνατος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά
2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άτη < αάω «βλάπτω».
ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί].