ἀποσυρίζω
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
A whistle aloud for want of thought, or to show indifference, μάκρ' ἀποσυρίζων h.Merc.280:—Pass., sound like whistling, Luc. VH2.5.
German (Pape)
[Seite 328] (συρίζω), auspfeifen, μάκρ' ἀποσ., laut pfeifen, H. h. Merc. 280; aber ἀπὸ τῶν κλάδων μέλη ἀπεσυρίζετο, sie ertönten säuselnd von den Aesten herab, Luc. V. Hist. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσῡρίζω: συρίζω ἠχηρῶς μὴ ἔχων τι νὰ σκεφθῶ, ἢ ὅπως δείξω ἀδιαφορίαν, μάκρ’ ἀποσυρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 280: ― Παθ., ψιθυρίζω ἐν εἴδει συριγμοῦ, ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμέων τερπνά… μέλη ἀπεσυρίετο Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5. ΙΙ. ἀποσυρίζω τινά, ἀπελαύνω αὐτὸν μετὰ συριγμῶν, ἀποσυριχθησόμεθα Εὐστ. Πονημάτ. 81. 90.
French (Bailly abrégé)
siffler fortement ; Pass. être sifflé en parl. d’un air.
Étymologie: ἀπό, συρίζω.
Spanish (DGE)
(ἀποσῡρίζω)
silbar, chiflar μάκρ' ἀποσυρίζων h.Merc.280, cf. Mac.Magn.Apocr.2.19 (p.33.7)
•en v. med. sonar como un silbido ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμένων ... μέλη ἀπεσυρίζετο Luc.VH 2.5.
Greek Monolingual
ἀποσυρίζω (Α)
1. σφυρίζω αμέριμνα
2. (-ομαι) ηχώ, ακούγομαι σαν σφύριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + συρίζω (Ι) < σύριγξ «αυλός»].