ἐντευκτικός
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ή, όν,
A affable, Plu.Alc.13, 2.9f.
German (Pape)
[Seite 855] ή, όν, der mit sich sprechen läßt, umgänglich, Plut. Alc. 13 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντευκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιστάμενος χρήσθαι τοῖς ἐντυγχάνουσιν οἰκείως, εὐπρόσιτος, εὐπροσήγορος, Πλουτ. Ἀλκ. 13, Ἠθικ. 2. 9F. ΙΙ. ἱκετευτικός, ἱκετήριος, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. 4Ε, 25Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l’on peut aborder facilement, d’un commerce facile.
Étymologie: ἐντυγχάνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de pers. afable, sociable, de trato agradable ἐ. γὰρ ἰδίᾳ καὶ πιθανὸς ἐδόκει Plu.Alc.13, τοὺς υἱοὺς ... ἐντευκτικοὺς ... εἶναι παρασκευαστέον καὶ φιλοπροσηγόρους Plu.2.10a.
2 ret. apropiado para el diálogo o el trato privado, de un tipo de discurso popular, coloquial c. dat. προστιθεὶς τῷ δημηγορικῷ καὶ τῷ δικανικῷ τὸν ἐντευκτικὸν ἅπασιν añadiendo al discurso político y al forense el de la conversación con todos Dem.Phal.157
•de la técnica ret. que favorece el encuentro o el contacto c. gen. obj. ἡ διάθεσις ἡ τῶν κοινῶν καὶ στοιχειωδῶν ἐντευκτική la disposición que favorece el encuentro con las cosas comunes y fundamentales Phld.Rh.2.125Aur.
3 de documentos petitorio, rogativo ἐντευκτικοὺς λιβέλλους ἐπέδωκεν Pall.V.Chrys.1.168, 7.118, διδασκαλίας CSyr.(518-9) Act.p.102.20.
Greek Monolingual
ἐντευκτικός, -ή, -όν (Α)
1. ευπροσήγορος
2. ικετευτικός, παρακλητικός.