χρυσαυγής
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ές,
A gold-gleaming, κρόκος S.OC685 (lyr.); δόμος Ar.Av.1710, cf. Cat.Cod.Astr.2.82; τὸ τῆς δειρῆς χ., of a peacock, Lib.Descr.24.6: metaph., φρόνησις Ph.1.57: neut. as Adv., χρυσαυγὲς μειδιᾶν Him.Or.13.7.
German (Pape)
[Seite 1379] ές, mit goldenem Glanze, goldglänzend; κρόκος Soph. O. C. 685; δόμος Ar. Av. 1708; sp. D., νηός Agath. 60 (IX, 154).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσαυγής: -ές, γεν έος, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, κρόκος Σοφ. Ο. Κ. 685· δόμος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1710· ― μεταφορ., φρόνησις Φίλων 1. 57· χρυσαυγὲς μειδιᾶν Ἰμέρ. σ. 598.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, αὐγή.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ
αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη
αρχ.
1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές
φωτεινά, λαμπερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκ-αυγής].