μετακινέω
English (LSJ)
A shift, remove, τινὰ ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.74; τι IG5(1).1390.186 (Andania, i B. C.):—Med., go from one place to another, Hdt. 9.51; μεταβάλλον καὶ -ούμενον γίγνεται πᾶν Pl.Lg.894a :—Pass., Hdt.1.51, Arist.GC315b14. 2 change, alter, μ. τὴν πάτριον πολιτείαν D.23.205, cf. X.Lac.15.1 (Pass.); ῥᾷον ἔθος μετακινῆσαι φύσεως Arist.EN1152a30; ἡ τομὴ μετεκινήθη the time of cutting was altered, Thphr.HP4.11.5.
German (Pape)
[Seite 147] vom Platze rücken u. anderswohin bringen, ἵνα μιν οἱ πολέμιοι μετακινῆσαι μὴ δυναίατο, Her. 9, 74. – Pass. od. med. sich fortbewegen, Her. 9, 51; μεταβάλλον καὶ μετακινούμενον γίγνεται τὸ πᾶν, Plat. Legg. X, 894 a; Sp., μετακινητέα ἡμῖν καὶ ἡ Οἴτη, Luc. Conv. 5; Plut. – Adj. verb. μετακινητός, umzuändern, ὁμολογία, Thuc. 5, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνέω: μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., ἀπέρχομαι ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 changer de place, déplacer, acc. ; Pass. se déplacer, abs. s’éloigner;
2 changer, bouleverser.
Étymologie: μετά, κινέω.
Spanish
English (Strong)
from μετά and κινέω; to stir to a place elsewhere, i.e. remove (figuratively): move away.
English (Thayer)
μετακίνω: to move from a place, to move away: Herodotus down; passive present participle μετακινουμενος; tropically, ἀπό τῆς ἐλπίδος, from the hope which one holds, on which one rests, Colossians 1:23.