λῃστής

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῃστής Medium diacritics: λῃστής Low diacritics: ληστής Capitals: ΛΗΣΤΗΣ
Transliteration A: lēistḗs Transliteration B: lēstēs Transliteration C: listis Beta Code: lh|sth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Ion. ληϊστής, Dor. λᾳστής, (ληΐς, ληΐζομαι)

   A robber, pirate, E.Alc.766, X. Cyr.2.4.23, etc.; opp. κλέπτης, Pl.R.351c; esp. by sea, buccaneer, later πειρατής, And.1.138, etc.; λῃστοῦ βίον ζῆν Pl.Grg.507e; ληϊστὴς κατεστήκεε Καρχηδονίων he began a course of piracies upon them, Hdt.6.17, cf. Th.1.5, 8, 6.4; οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Arist.Rh.1405a25; of irregular troops, IG12(2).526 (Eresos).    II metaph., λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος S.OT535; Κύπριδος Lyc. 1143; λῃστὰ λογισμοῦ, of love, APl.4.198 (Maec.).

Greek (Liddell-Scott)

λῃστής: -οῦ, ὁ, Ἰων. λῃιστής, Δωρ. λᾳστής· (ληίς, ληίζομαι)· = τῷ Ὁμηρικῷ ληιστὴρ (ἴδε λῃστήρ), λῃστής, ὁ διαρπάζων, πειρατής, Εὐρ. Ἄλκ. 766, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 23, ἀντίθετ. τῷ κλέπτης, Πλάτ. Πολ. 351C· κυρίως, λῃστὴς κατὰ θάλασσαν, μετέπειτα πειρατής, Ἀνδοκ. 18. 7, κτλ.· λῃστοῦ βίον ζῆν Πλάτ. Γοργ. 507Ε· ληιστὴς κατεστήκεε τῶν Καρχηδονίων, ἤρξατο πειρατικῶν κατ’ αὐτῶν ἐπιδρομῶν, Ἡρόδ. 6. 17· - ὁ Θουκ. 1. 5 σημειοῦται ὅτι κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους οὐδεμία ἀτιμία ἀπεδίδετο εἰς τὸ ἔργον τοῦτο, πρβλ. 1. 8., 6. 4· οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10. ΙΙ. μεταφορ., λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος Σοφ. Ο. Τ. 535· Κύπριδος Λυκόφρ. 1143· λῃστὰ λογισμοῦ, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Πλαν. 198. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 193 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 voleur, brigand ; fig. λῃστής τυραννίδος SOPH usurpateur de la royauté;
2 pirate.
Étymologie: contr. p. ληϊστής.

English (Strong)

from leizomai (to plunder); a brigand: robber, thief.

English (Thayer)

ληστου, ὁ (for ληιστής from ληίζομαι, to plunder, and this from Ionic and epic ληίς, for which the Attics use λεῖα, booty) (from Sophocles and Herodotus down), a robber; a plunderer, freebooter, brigand: κλέπτης thief, one who takes property by stealth (although the distinction is obscured in A. V.); cf. Trench, § xliv.)