καταψύχω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[ῡ],
A cool, chill, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Arist.Mete.361a2, cf. 368b34; ὁ φόβος καταψύχει Id.PA650b28, cf. Pr.954b13, al.; αἱ ἄτομοι . . κατέψυξαν [τὸ σῶμα] Epicur.Fr.60:—Pass., fut. -ψῠγήσομαι Vett.Val. 73.21: pf. -έψυγμαι: aor. -εψύχθην, also -εψύγην [ῠ] Arist.Pr.897a22:—to be chilled, become cold, Hp.Aph.4.40, Arist.HA531b31, etc.; of persons, κατεψυγμένοι, opp. θερμοί, Id.Rh.1389b30. 2 metaph., οὐ -έψυξαν τὴν ὁρμήν did not allow their ardour to cool, J.BJ1.2.7:— Pass., κατέψυκτο τὸ πρακτικόν Plu.Pomp.46, cf.Critodem. in Cat.Cod. Astr.8(1).259, Vett.Val.l.c. 3 cool, refresh, καταψύχει πνοή A. Fr.127. II dry land after irrigation, PCair.Zen.155 (iii B.C.):— Pass., of a country, χώρα κατεψυγμένη dried or parched up, D.S.1.7, cf. Plu.Pomp.31. III intr., cool down, of persons, LXX Ge.18.4.
Greek (Liddell-Scott)
καταψύχω: ῡ: μέλλ. -ξω, λίαν ψυχραίνω, ποιῶ τι κατάψυχρον, παγώνω, ὕδωρ κ. τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 14, πρβλ. 2. 8, 43, κ. ἀλλ.˙ ὁ φόβος καταψύχει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 22, κ. ἀλλ.- Παθ. πρκμ. κατέψυγμαι: ἀόρ. κατεψύχθην καὶ κατεψύγην ῠ Ἀριστ. Προβλ. 10. 54, 4˙- ψυχραίνομαι, γίνομαι ψυχρός, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 3, κ. ἀλλ.˙ ἐπὶ προσώπων, κατεψυγμένοι, ἀντίθ. τῷ θερμοί, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 13, 7, κ. ἀλλ.˙ κατέψυκται τὸ πρακτικὸν ἡδονῇ σχολῆς Πλουτ. Πομπ. 46. 2) μεταφ., δροσίζω, ἀναψύχω, καταψύχει πνοὴ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 127b. II. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ χώρας, χώρα κατεψυγμένη, κατάξηρος, Διόδ. 1. 7˙ ἀθαλλὴς καὶ μεμαραμμένος, ἄδενδρος, ἀντίθετ. χλοερὸς καὶ κατάσκιος τόπος, Πλουτ. Πομπ. 31. ΙΙΙ. ἀμεταβ., καταπραΰνομαι, ἐπὶ κυνός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 169.
French (Bailly abrégé)
souffler sur, d’où
1 refroidir, rafraîchir;
2 sécher, dessécher ; Pass. être desséché en parl. de pays.
Étymologie: κατά, ψύχω.
English (Strong)
from κατά and ψύχω; to cool down (off), i.e. refresh: cool.
English (Thayer)
1st aorist κατεψυξα; to cool off (make) cool: Hippocrates, Aristotle, Theophrastus, Plutarch, others)