γεώργιον
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
τό,
A field, Ph.Bel.96.49 (pl.), Theagen.17 (pl.), BGU1092.10 (iv A. D.); orchard, Str.14.5.6: metaph., Θεοῦ γ. 1 Ep.Cor.3.9. II husbandry, LXX Si.27.6. III crop, ib.Pr.24.5. IV in pl., tax on land, dub. in SIG311.9 (Lagina, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 488] τό, 1) Acker, Theagenes bei Schol. Pind. N. 3, 21; Strab. XIV p. 671. – 2) Ackerbau, Philo. – 3) Frucht vom Ackerbau, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεώργιον: τό, χωράφι, ἀγρός, Θεαγέν. παρὰ Σχολ. Πινδ. Ν. 3. 21 (36), Στράβ. 671. ΙΙ. καλλιεργία, Ἑβδ. (Σειράχ κζ΄, 6). ΙΙΙ. εἰσόδημα (Παροιμ. 24. 5).
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 campo cultivado, tierra de labor, finca ἄν τις οὕτως κατασκευάζῃ καθάπερ ἐν τοῖς γεωργίοις Arist.Pol.1330b29, ἀτέλειαν ... τῶν γεωργίω[ν πά] ν[τ] ων IStratonikeia 501.9 (Lagina IV a.C.), ὀρυττομένην γῆν ἐπὶ τὰ γεώργια ἀναφέρειν Theogenes 1, γ. μέγαν LXX Pr.24.5, cf. Ph.Mech.96.49, PCair.Zen.651.3 (III a.C.), PTeb.72.370, UPZ 110.48 (ambos II a.C.), BGU 1092.10 (IV d.C.), PSI 836.2 (VI d.C.)
•fig. de una congregación cristiana Θεοῦ γ. campo de Dios, 1Ep.Cor.3.9, Origenes Hom.18.5 in Ier.
2 fruto ἄνθρωπος δὲ γ. ἐστι γάμου Anon.V.Thecl.6.50
•fig. σώφρονι συμπότῃ οἶνος εἷς, ἑνὸς γ. θεοῦ Clem.Al.Paed.2.2.30.
4 agricultura LXX Si.27.6.
English (Strong)
neuter of a (presumed) derivative of γεωργός; cultivable, i.e. a farm: husbandry.
English (Thayer)
γεωργίου, τό, a (cultivated) field: A. V. husbandry (with margin tillage)). (Theag. in schol. Pindar Nem. 3,21; Strabo 14,5, 6, p. 671; (others).)
Greek Monolingual
γεώργιον, το (AM) γεωργός
1. ο καρπός, η σοδειά
2. η καλλιέργεια
3. ο πνευματικός καρπός, η ηθική ωφέλεια
αρχ.
1. η καλλιεργημένη γη
2. έκταση φυτεμένη με οπωροφόρα δέντρα.