ἀνεμίζω
German (Pape)
[Seite 222] durch den Wind bewegen, im pass., N. T
French (Bailly abrégé)
pousser à l’aide du vent ; Pass. être poussé ou agité par le vent.
Étymologie: ἄνεμος.
Spanish (DGE)
exponer al viento, refrescar Hsch.s.u. ἀναψῦξαι
•en v. med. ser arrastrado por el viento κλύδων θαλάσσης Ep.Iac.1.6, ἔνθα ἦν σκέπη πρὸς τὸ μὴ ἀνεμίζεσθαι Sch.Od.12.336.
English (Strong)
English (Thayer)
(ἄνεμος); to agitate or drive by the wind; present passive participle ἀνεμιζόμενος, Homer Odyssey 12,336 ἔνθα ἦν σκέπη πρός τό μή ἀνεμίζεσθαι, (Hesychius under the word ἀναψυξαι ἀνεμισαι; Joannes Moschus (in Patr. Graec. 87, p. 3044a.) ἀνεμιζοντος τοῦ πλοίου velificante nave). The Greeks said ἀνεμόω. Cf. κλυδωνίζομαι.
Greek Monolingual
(Μ ἀνεμίζω)
Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα
νεοελλ.
1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω
2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι στον αέρα, κυματίζω
μσν.
διώχνω, διασκορπίζω
2. οσφραίνομαι, μυρίζομαι
3. μτφ. ψυχανεμίζομαι, διαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι
II. (μέσ., -ομαι) αρχ.-νεοελλ. παρασύρομαι από τον άνεμο
νεοελλ.
1. εξαφανίζομαι, χάνομαι
2. πέρδομαι υπόκωφα.