αίγλη

From LSJ
Revision as of 09:00, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

η (Α αἴγλη)
λάμψη, λαμπρότητα
νεοελλ.
επίσης γοητεία, μεγαλοπρέπεια, φωτοστέφανος αγίων (αλλ. δόξα ή άλως)
αρχ.
1. το φως του ήλιου ή του φεγγαριού
2. το φως της ημέρας, φέγγος
3. ακτινοβολία, στιλπνότητα, γυαλάδα, λάμψη
4. γυαλιστερό, αστραφτερό αντικείμενο, κόσμημα
5. φρ. «εἰς αἴγλαν ἔρχομαι», έρχομαι στο φως της ημέρας, γεννιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η ρίζα της λέξης αἰγ- (το –λᾶ/λη μπορεί να θεωρηθεί ως επίθημα) συνδέεται πιθανώς με τη ρίζα aiĝ- «κινούμαι ορμητικά» (πρβλ. ελλ. αἰγανέη, αρχ. ινδ. ejati «κινούμαι, ανεβαίνω» κ.ά.). Σε διαφορετική ετυμολογία οδηγεί η παραδοχή άμεσης ετυμολογικής σχέσεως μεταξύ δυο γνωστών επιθέτων του Απόλλωνος, τών «Ἀπόλλων Αἰγλάτας
» (Ανάφη) και «Ἀπόλλων Ἀσγελάτας» (Ανάφη, Θήρα). Αν τα δυο επίθετα είναι φωνητικές εξελίξεις κοινής ρίζας, τότε το αἴγλη θα πρέπει να παραχθεί από αρχ. τύπο ἄσγλᾶ (με διφθογγισμό αι από αντέκταση του α και σίγηση του -σ-), ο οποίος πιθανώς να συνδέεται με το γελᾶν(-γελᾶτας / -γλᾶτᾶς), που φαίνεται να έχει κάποια σχέση με το αἴγλη (πρβλ. Τ 362)].