δεσμώτης
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ου, ὁ,
A prisoner, captive, Hdt.3.143, Th.5.35, etc.:—fem. δεσμ-ῶτις, Hld.8.8: metaph. of the soul, Ph.1.289. II as Adj., in chains, fettered, A.Pr.119 (the play is called Προμηθεὺς δ.): fem. δεσμῶτις ποίμνη S.Aj.234 (lyr.); Μελανίππη δ., name of a play by E. III gaoler, Cratin.189.
German (Pape)
[Seite 551] ὁ, der Gefangene, θεός Aesch. Prom. 119; Soph. Ai. 105; gew. als subst., Her. 3, 143; Thuc. 5, 35 u. Folgde. – Cratin. soll es nach Suid. aktive für Gefangenwärter gebraucht haben.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμώτης: -ου, ὁ, δέσμιος, αἰχμάλωτος, Ἡρόδ. 3. 143, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = ἐν δεσμοῖς ὤν, δεσμευμένος, Αἰσχύλ. Πρ. 119 (ἡ τραγῳδία καλεῖται Προμηθεὺς δ.)· οὕτως ἐν τῷ θηλ. δεσμῶτις ποίμνη Σοφ. Αἴ. 234· Μελανίππη δ., ὄνομα δράματος τοῦ Εὐρ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui est dans les fers, enchaîné ; en gén. prisonnier, captif.
Étymologie: δεσμόω.
Spanish (DGE)
-ου
I 1encadenado Προμηθεὺς δ. Prometeo encadenado A.Pr.tít., cf. Ach.Tat.3.6.3, Hld.8.13.3, Eun.VS 483
•como pred. ὁρᾶτε δεσμώτην με A.Pr.119, δ. ἔσω θακεῖ S.Ai.105, cf. Hld.8.17.2, 9.2.1
•atado ἀλεκτόρισκος Babr.97.8, (ὄνος) παρὰ φάτναισι Babr.129.8.
2 censurado, sancionado con censura eclesiástica οὐδένα γὰρ βουλόμεθα εἶναι δεσμώτην παρ' ἡμῖν Chrys.M.63.45.
II subst. ὁ δ.
1 prisionero op. ἐλεύθερος Hdt.3.143, Ach.Tat.8.8.4, op. αὐτόμολος Plu.Flam.18, τοὺς Ἀθηναίων δεσμώτας παραδοῦναι Th.5.39, cf. 35, Cratin.201, Pl.R.514b, 515a, D.24.208, X.HG 5.4.8, PSI 423.3 (III a.C.), LXX Ge.39.20, Ie.24.1, Ba.1.9, D.S.11.25, Charito 4.2.2, 8.8.2, I.AI 2.61, Act.Ap.27.1, Ach.Tat.7.1.3, D.Chr.4.67, 14.22, Vett.Val.200.8, Hld.7.12.2, ref. a Eros AP 16.195 (Satyr.), δεσμῶται ἐπ' ἀδείᾳ prisioneros en libertad D.C.Epit.9.2.3
•fig. prisionero del mal, Plot.1.8.15.
2 carcelero δ. δὲ λέγεται καὶ αὐτὸς ὁ δέσμιος ... καὶ ὁ δεσμῶν Sch.S.Ai.105aCh., dud. en D.Chr.30.22.
English (Strong)
from the same as δεσμωτήριον; (passively) a captive: prisoner.
English (Thayer)
δεσμώτου, ὁ, one bound, a prisoner: Herodotus, Aeschylus, Sophocles, Thucydides, subsequent writers)