ἤπειρος

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤπειρος Medium diacritics: ἤπειρος Low diacritics: ήπειρος Capitals: ΗΠΕΙΡΟΣ
Transliteration A: ḗpeiros Transliteration B: ēpeiros Transliteration C: ipeiros Beta Code: h)/peiros

English (LSJ)

Dor. ἄπ- [ᾱ], ἡ,

   A terra firma, land, opp. the sea, Od.3.90, 10.56, Il.1.485, Hes.Op.624, etc.; κατ' ἤπειρον by land, Hdt.4.97, 8.66; μήτ' ἐν θαλάττῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ Ar.Ach.534, cf. Timocr.8: hence, even of an island, ἤπειρόνδε Od.5.56; but,    II esp. the mainland of Western Greece, opp. the neighbouring islands, Od.14.97, al.; ἤπειρόνδε 18.84, cf. Th.3.114 (so as pr. n., Pi.N.4.51, X.HG6.1.7, etc.): generally, mainland, opp. islands, Hdt.1.148,171, al., Th.1.5, Philostr. VA1.20, etc.    III later, a continent, esp. of Asia. Hdt.1.96, 4.91, A.Pers.718 (troch.), X.HG3.1.5, D.60.11, etc.; ῥεῖθρον ἠπείροιν (-ων codd.) ὅρον, of the Tanais or Phasis, A.Pr.790; so δισσαὶ ἄπειροι, i.e. Europe and Asia, S.Tr.101 (lyr.); τὼ δύ' ἠπείρω Id.Fr.881; ἐφ' ἑκατέρας τῆς ἠ. Isoc.4.35; ἤ. δοιαί, δίδυμαι, ἀμφότεραι, Mosch. 2.8, AP7.18 (Antip. Thess.), 240 (Adaeus), Lib.Ep.783.3; ῥίζαν ἀπείρον τρίταν, of Libya, Pi.P.9.8.    IV plain, opp. mountain, ἤπειρόνδε A.R.2.734,976.    V in Egypt, land above inundationlevel, PGiss.48.8 (iii A.D.); more freq., γῆ ἤ. PLond.3.1201.2 (ii B.C.), etc. (Fr. ᾱπερ-yos, cf. Germ. Ufer.)

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ (ἄπειρος?), das feste Land, – al bei Hom. Ggstz von πέλαγος, Od. 3, 90; νῆα – ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν Il. 1, 485, aufs Land ziehen, wie Hes. O. 622; ἐκ πόντου βὰς ἤπειρόνδε, wo die Insel gemeint ist, Od. 5, 56. So auch κατὰ τὴν ἤπειρον, im Ggstz von τῇσι νηυσί, zu Lande, Her. 8, 66. – b) im Ggstz gegen die Inseln, z. B. Ἐχινάδων νήσων τὰς ἡμισέας ἤδη ἤπειρον πεποίηκε Her. 2, 10, vgl. 1, 71; Thuc. 1, 5; οὐ νήσους, ἀλλ' ἤπειρον καρπούμενος Xen. Hell. 6, 1, 4; Plat. Tim. 25 a Phaed. 111 a. – Bei Hom. Od. 14, 97. 100 bedeutet es das Ithaka gegenüberliegende Festland, was nachher nom. pr. wird (w. m. s.). – c) die zusammenhangende Ländermasse, bes. der Continent Asien, Her. 1, 96; Aesch. Prom. 735. So Hippocr.; oft Isocr. vom Perserreich, vgl. Moeris zu Isocr. Panegyr. 36, dem dann Griechenland od. Europa als zweiter Continent gegenübersteht; δισσαῖσιν ἀπείροις Soph. Tr. 101; ἤπειροι ἀμφότεραι Add. 10 (VII, 240); δίδυμαι Ant. Ti. 56 (VII, 18); Pind. P. 9, 8 τρίτας ἀπείρου ῥίζαν, vgl. P. 4, 48, fügt Libyen als dritten Continent hinzu. Vgl. noch Schäfer Melet. p. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἤπειρος: Δωρ. ἄπ- ᾱ, ἡ, terra-firma, ἡ ξηρά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν θάλασσαν, Ὀδ. Γ. 90, Κ. 56, Ἰλ. Α. 485, Ἡσ., κτλ.˙ κατ’ ἤπειρον, διὰ ξηρᾶς, Ἡρόδ. 4. 97, Θ. 66˙ μήτ’ ἐν θαλάττη μήτ’ ἐν ἠπείρῳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 534˙ - ἐντεῦθεν ἐν τῇ Ὀδ. Ε. 65, καὶ νῆσος καλεῖται ἤπειρος˙ - ἀλλά, ΙΙ. ἐν Ὀδ. Ξ. 97. 100, Φ. 109, Ω. 378, εἶνε ἡ ξηρὰ τῆς δυσμικῆς Ἑλλάδος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Ἰθάκην καὶ τὰς πλησίον νήσους (μετὰ ταῦτα καλουμένη Ἤπειρος ὡς κύρ. ὄνομα, Θουκ. 3. 114, κ. ἀλλ., πρβλ. ἠπειρωτικὸς ΙΙ)˙ ἤπειρόνδε, εἰς τὴν ξηράν, Ὀδ. Σ. 84˙ - ἀκολούθως καθόλου, ἡ ξηρά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς νήσους, Ἡρόδ. 1. 148, 171., 8. 66, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 5, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. ΙΙΙ. βραδύτερον, μεγάλη, ἐκτεταμένη ξηρά˙ ἡ Ἀσία ἰδίως καλεῖτο Ἤπειρος, Ἡρόδ. 1. 96., 4. 91, Αἰσχύλ. Πέρσ. 718, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 5, Δημ. 1392. 6, πρβλ. Morus Ἰσοκρ. 68Α καὶ πρβλ. ἠπειρώτης ΙΙΙ˙ - ἀλλ’ ὡσαύτωςΕὐρώπη, Αἰσχύλ. Πέρσ. 790, κτλ., ὅθεν ὁ Σοφ. λέγει: δισσαὶ ἤπειροι (Τραχ. 100), τὼ δύ’ ἠπείρω (Ἀποσπ. 760), ὅ ἐ. Εὐρώπη καὶ Ἀσία, κατὰ τὴν ἀρχαιοτάτην διαίρεσιν, καθ᾿ ἣν ἡ Αἴγυπτος ἐθεωρεῖτο μέρος τῆς Ἀσίας, πρβλ. Scähf. Mel. σ. 37, Voss Virg. G. 2. 116· οὕτως, ἐφ᾿ ἑκατέρας τῆς ἠπείρου Ἰσοκρ. 47D· ἤπ. δυιαί, δίδυμαι, ἀμφότεραι Μόσχ. 2. 8. Ἀνθ. Π. 18, 240· ὁ Πίνδ. προστίθησι τὴν Λιβύην ὡς τρίτην ἤπειρον, Π. 9. 15, πρβλ. 4. 84. ΙV. τὰ μεσόγεια μέρη, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παράλια, ἐντεῦθεν ἠπειρώτης ΙΙ. (Ἡ παραγωγή ἐκ τοῦ ἄπειρος μετὰ ᾰ. = ἄνευ περάτων, δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ· πιθ. ἐκ τοῦ ἠ = Σανσκρ. ᾱ = διὰ καὶ περᾶν ἤ ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ περᾶν).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
terre ferme ; particul.
1 l’Europe ou l’Asie ; δισσαὶ ἄπειροι (dor.) SOPH les deux continents (Europe et Asie, la Libye étant d’ord. rattachée par les anciens tantôt à l’Europe, tantôt à l’Asie);
2 la région de terre ferme voisine d’Ithaque (Acarnanie, etc.);
3 l’Épire propr. dite.
Étymologie: pê de ἠ = skr. â « par », et περάω, passer, « la terre par où l’on passe » - DELG cf. all. Ufer « rive ».

English (Autenrieth)

land (terra firma), as opp. to the sea, Il. 1.485, Od. 5.56; mainland, as opp. to the islands, Il. 2.635, Od. 24.378; designating inland as opp. to coast, Od. 9.49 .—ἤπειρόνδε: landwards, toward the land, inland.